Οι ιστορίες της Βάβως: To Μπισκότο

Καθίσαμε για καφέ στο μικρό γραφικό καφενείο. Ήρθε ο καφές με το μικρό κεκάκι…. Εκείνη, ψηλή όμορφη είναι δεν είναι πενήντα χρονών.

Γράφει για την paramythia-online.gr, η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Ήταν χαρούμενη και μιλούσε για την δουλειά της με πάθος.

Κάποια στιγμή περάσαμε στο θέμα πετρέλαια. Τα ψάλαμε στη Δήμαρχο και στον περιφερειάρχη που ως άλλος αυτοκράτορας δεν δέχεται να μιλήσει με κανέναν από τους υπηκόους του.

Από κει η κουβέντα έφτασε στο μια φορά κι έναν καιρό.
-Τον έχεις τον ελαιώνα στην Παραμυθιά;
-Τον έχω και μάλιστα φέτος μάζεψα μόνη μου τις ελιές. Κουράστηκα πέντε μέρες. Πήρα όμως 80 κιλά λάδι που είναι χωρίς λιπάσματα, χωρίς ραντίσματα. Τώρα κάθε χρόνο θα τις μαζεύω.
-Σου λείπει η Παραμυθιά;
-Όχι τι να μου λείπει; Για μένα ήτανε ..τι να σου πω κρεμμύδι μου, κάθε μπουκιά και δάκρυ.
-Σε καμαρώνω χωρίς εφόδια κέρδισες την ζωή εύγε σου.

Χαμογέλασε και το πρόσωπό της χάραξαν δυο βαθιές ρυτίδες. Ξέρεις, όταν οι πληγές είναι στο σώμα περνάν ή φαίνονται. Ευτυχώς οι πληγές της ψυχής δεν φαίνονται. Αν φαίνονταν δεν θα μπορούσα να περπατήσω στον δρόμο. Θα ήμουν κατασημαδεμμένη

Τα έχασα. Την ήξερα από μικρή. Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά των γονιών της. Την κοίταξα με απορία.

-Το 1970 έφυγε ο πατέρας μου για την Γερμανία. Άφησε πίσω του τέσσερα παιδιά,, μωρά.
-Καλοί άνθρωποι οι γονείς σου κορίτσι μου και τότε όλοι οι άνδρες έφευγαν για την Γερμανία.
-Αυτή η έλλειψη ήταν μεγάλη αλλά ξεπερνιώταν.
-Τότε;

Αν δεν ήταν η γιαγιά μας, θα είχαμε χαθεί στους δρόμους κάποιας άλλης μεγάλης πόλης. Μου άρεσαν τα γράμματα, μα έπρεπε να μεγαλώσω τα αδέρφια μου. Η μάνα μου όλο άρρωστη ήτανε. Ακόμα είναι.

Δεν θα το πιστέψεις ότι πολλές φορές με έστελνε και να κάνω θελήματα δύσκολα σε μια γειτόνισσα μας.
-Ε έτσι είναι η Παραμυθιά και γω μικρή έφερνα τα μικρά ψώνια από το παζάρι.
-Δεν ήταν απλά θελήματα. Ήμουν γερή κοπέλα και είμαι. Έτσι η γειτόνισσα ήθελε να βάλω γάστρα να φέρω ξύλα να κουβαλήσω νερό…
-Μα πως το άφηνε η μάνα σου;
-Η μάνα μου με έσπρωχνε να πάω και πήγαινα με μια ελπίδα.

Η γειτόνισσά μας είχε πάνω στο τραπέζι της πάντα ένα πακέτο μπισκότα. Έτσι είχα την ελπίδα πως θα μου δώσει ένα μετά από τόσες δουλειές. Έλεγα. Κάνε Θεέ μου, να μου δώσει ένα μπισκότο… Τα μάτια της βούρκωσαν. Το πρόσωπό της κοκκίνισε και τα χείλη της τρεμμούλιασαν.
-Την αγκάλιασα, πάψε κορίτσι μου πάψε.
-Το ξέρεις ότι από όταν έχω δικό μου πορτοφόλι πάντα έχω όπου βρήσκομαι, ένα πακέτο ίδια μπισκότα…
Καθήσαμε ώρες. Κοιτά μια κυρία, μια επιχειρηματία και μάλιστα πολύ πετυχημένη που κλαίει για ένα μπισκότο;
-Αλεξάνδρα όσο καιρό με γνωρίζεις ξέρεις να κλαίω; Ε αυτό το πακέτο το ένα μπισκότο μου είχε γίνει εφιάλτης,ένας εφιάλτης, που δυστυχώς δεν έφυγε ποτέ…

Τότε θυμήθηκα τον Χρήστο μου. Θυμήθηκα που μου έλεγε. Δεν είχα παπούτσια. Όταν μου είπε ο καθηγητής μου μπράβο ξυπόλυτε πλάνταξα εσωτερικά.

Δεν ήθελα κανείς να με δει να κλαίω. Έτσι έσφιξα τις γροθιές μου…και ορκίστηκα πως θα έχω πολλά παπούτσια, πολλά ρούχα.

Και είχε ένα πάθος για τα παπούτσια και τα ρούχα που για μένα ήταν απλά περίεργο… Αλεξάνδρα, κάθε φορά που μιλάμε, που σε βλέπω, νοιώθω καλά. Πως τα καταφέρνεις πάντα και χαμογελάς; Απλά λέω στον εαυτό μου πάντα. Κι αυτό θα περάσει και περνάει. Ακόμα πως ζωή χωρίς βάσανα δεν υπάρχει…
-Αγαπημένη μου αξίζει τόσος πόνος για ένα μπισκότο;
-Το ξέρω πως φαίνεται αστείο, μα δεν είναι. Αυτό το μπισκότο ήταν τότε η μόνη γλύκα που θα έπαιρνα τότε στην ορφάνια μου κι ας είχαμε πατέρα. Είχαμε πατέρα μα δεν ήταν δίπλα μας.

Όταν ήρθε ήταν σαν ξένος. Τον ξέρεις τον πατέρα μου είναι καλός άνθρωπος αλλά έλειπε… Στα δύσκολα έλειπε. Η μάνα μου ακόμα αν δεν έφευγα ακόμη θελήματα θα έκανα,,και όπως υποχρεώθηκα έκανα. Δηλαδή μεγάλωσα τα αδέρφια μου. Τα αδέρφια μου σπούδασαν. Εγώ όχι.Εγώ ήμουν για να κάνω τις δουλειές τα θελήματα… Και μου άρεσαν τόσο πολύ τα γράμματα… Ευτυχώς που ο άνδρας μου είναι σπάνιος άνθρωπος και ζούμε καλά με τα θαυμάσια παιδιά μας.

– Πω πω ώρα να ανοίξω πάμε στο μαγαζί.
– Πάμε.
– Στάσου μια στιγμή.

Πήγα στο περίπτερο και της πήρα ένα πακέτο μπισκότα. Ήθελα να γελάει μα δεν γέλασε. Απλά μου έδωσε μια αγκαλιά λέγοντας

–  Σε αγαπάμε πολύ.
– Ευχαριστώ μάτια μου.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, 
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
In this article

Join the Conversation