Οι ιστορίες της βάβως | Τα χωριά της καρδιάς μου, Παγκράτι, Ζερβοχώρι, Ραχούλι.

Γράφει για την paramythia-online.gr, η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Παραμυθιά, 1949-1954 και τα χωριά της καρδιάς μου, Παγκράτι, Ζερβοχώρι, Ραχούλι,

Εκεί που ζει ο άνθρωπος μικρός, εκεί παίρνει τα χούγια του τόπου, τα ήθη και τα έθιμα. Μέχρι τα πέντε μου χρόνια έζησα στα χωριά του Σουλίου. Εκεί γεννήθηκα στο Λιβιάχοβο. Σε τούτο το χωριό μικρό τσουπρί δεν ένοιωθα φόβο κι ας ακούγουνταν όλη την ώρα ντουφεκιές.

Μου έλεγαν πως παίζει πόλεμο ο πατέρας μου και τα αδέλφια της μάνας μου, και ήταν αλήθεια. Μόνο που δεν ήταν παιχνίδι.
Μετά, το χωριό έγινε χώρος πολεμικών συγκρούσεων. Τότε όλοι σχεδόν οι κάτοικοι μετά από το χαμό των νέων παιδιών……. βρεθήκαμε στα Γιάννενα. Εκεί ήταν πάλι όλη μου η φαμίλια, ας πούμε όλη γιατί η μάνα μου ο πατέρας μου οι μπαρμπάδες μου έλειπαν. Έκεί ήταν μόνο όλες οι γυναίκες με τα παιδιά.

Ύστερα βρεθήκαμε στην Κέρκυρα ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Βρήκαμε όμως τόσες αγκαλιές που γίναμε συγγενείς και κουμπάροι.
Κάποτε ήρθαμε στην Παραμυθιά, μα δεν πήγαμε στο σπίτι του παππού μας. Τα σπίτια των αλβανοτσάμηδων ήταν άδεια μα χιλιοκατεστραμμένα. Σε ένα τέτοιο σπίτι πήγε η μάνα μου, με δίπλα συγγενείς και φίλους,σε χώρους που ήταν καλοί χωρίς πολλές βλάβες. Εκεί ζούσαμε λίγο καιρό μέχρι να φύγουμε σε λίγα χρόνια για την Αθήνα. Για μένα και τούτα τα χρόνια δεν ήταν σταθερά.
Ο πατέρας μου για λόγους που τότε δεν καταλάβαινα, υπηρετούσε σε χωριά δίγλωσσα, σε χωριά που υπήρχαν άνθρωποι μέσα στις οικογένειες που αγνοούσαν τα ελληνικά.Μιλούσαν μόνο αρβανίτικα.

Ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, είχαν ελληνική συνείδηση μα δεν γνώριζαν οι γυναίκες καλά Ελληνικά οι βάβες ίσως καθόλου. Πολλοί μιλούσαν μόνο τα αρβανίτικα έστω κι αν γνώριζαν καλά Ελληνικά.

Τι σκοπό είχαν οι δάσκαλοι που γνώριζαν και τα αρβανίτικα. Να κάνουν μαθήματα και στις βάβες ακόμα γιατί ο εχθρός,, όπως και τώρα παραμόνευε.

Τούτος ο δίγλωσσος κόσμος έλαβε μέρος στους αγώνες εναντίον του οχτρού μα και αίμα πολύ αίμα έδωσε για τη λευτεριά του τόπου μας.Σε κάθε χωριό είχε πρόσφατα θύματα από τους Γερμανούς και τους αλβανοτσάμηδες.

Όμως να που τα ξένα έθνη τούτο το χαμό, τούτες τις θυσίες του Ελληνικού λαού δεν το καταλάβαιναν ή δεν ήθελαν να το καταλάβουν και τούτο ήταν επικίνδυνο για την πατρίδα μας.

Έτσι μετά τη λήξη του εμφυλίου ήρθε η Άνοιξη της ζωής. Μαζεύτηκαν στα χωριά τους, άρχισαν να καλλιεργούν τη γη τους καλαμπόκι, λινάρι, βρίζα, να έχουν το μικρό τους κοπάδι και να ζουν φτωχά αλλά το ψωμί να είναι γλυκό στο στόμα τους. Υπήρχε και η βοήθεια για τα κατεστραμμένα χωριά και τα χωριά μας ήταν όλα καμμένα και βομβαρδισμένα.

Εγώ τότε άρχισα να πηγαίνω σχολείο. Πήγα δυο χρονιές στο Παγκράτι, μια στο Ζερβοχώρι, και τρεις στο Ραχούλι.

Τα βραδιά άκουγα ιστορίες που με γέμιζαν υπερηφάνεια. Τις Κυριακές στην Παραμυθιά, τις άλλες στα χωριά.Ο άνθρωπος πρέπει να γεννιέται και να γίνεται. Εγώ πρέπει να γεννήθηκα χωριατούλα με όλη τη σημασία της λέξεως. Μη το μαρτυρήσετε,,,ακόμα είμαι.

Όταν δεν με έβλεπαν έβγαζα τα παπούτσια και έπαιζα ξυπόλυτη. Ζητούσα και μου έδιναν πέντε κονταρίτσες να πλέξω τσουράπια.
Μου έκαναν ρόκα να γνέθω με σφοντύλι μια πατάτα, και καμάρωνα που μπορούσα και γω να κάνω, ότι μπορούσαν όλα τα άλλα παιδιά.Γιατί και στο παιχνίδι τα παιδιά ΄έκαναν αυτές τις δουλειές. Πρόβατα πλέξιμο, πλέξιμο σκούπας μικρής για το τζάκι και το φούρνο,έπαιζαν ταυτόχρονα αγαπώ αγαπώ, κολοκυθιά, κσι κουτσό.

Κουβάλαγα νερό από το ποτάμι ή από τις βρύσες, προσπαθούσα να σκαλίσω καλαμπόκι, μάζευα ελιές και ήμουν πολύ χαρούμενη.
Τότε οι δεσποτάδες δεν ήταν κλεισμένοι στα γραφεία τους, ήταν δίπλα μας, τότε γύριζαν στα χωριά με το άλογο ή με το τζιπ της εκκλησίας, όμως πάντα ήταν γύρω στα χωριά.

Μια χρονιά ήρθε ο Δεσπότης μας ο Δωρόθεος στο Ραχούλι, έκανε τη θεία λειτουργία και μετά όλοι μαζύ στου παπά το σπίτι.
Η παπαδιά είχε σφάξει ένα γάλο και τον είχε κάνει με πατάτες στη γάστρα. Τα κομμάτια μεγάλα και παχιά σε λίγκρευαν. Το ψαγητό μοσχοβόλαγε.

Ο καιρός ήταν καλός. Έκατσε ο δεσπότης στο καλύτερο κούτσουρο με το καλό προσκέφαλο έκατσαν και οι άλλοι γύρω γύρω στα κούτσουρα με τα προσκέφαλα τα υφαντά.

Κάτσαμαν και μεις σε μια μικρή τάβλα παραέξω. Είχε κάνει η παπαδιά και κοτόπουλο για τα παιδιά και τις γυναίκες. Έβαλε το ταψί με το γάλο στην τάβλα που ήταν ο Δεσπότης, αρχίζει ο δεσπότης την προσευχή κάναμε και μεις το σταυρό μας και κάτσαμαν σταυροπόδι πάνω σε ένα χράμι να φάμε.

Και βλέπουμε το δάσκαλο να γυρίζει το ταψί με τέτοιο τρόπο να έρθει μπροστά του το μεγάλο μπούτι. Το βλέπει ο δεσπότης, φέρνει γύρα το ταψί και λέει από Θεού άρξασθε, το γυρίζει ο δάσκαλος, ενώ λέει κάτι από την Αγία γραφή. Λέει κάτι άλλο ο δεσπότης μας γυρίζει το ταψί και έρχεται το μπούτι μπροστά του. Ξανά ο δάσκαλος κάτι και γυρίζει το ντεψί. Και ξανά ο δεσπότης. Η παπαδιά λέει τότε στο δάσκαλο, δάσκαλε το ζαλίσαταν το πουλί αρχίστε να φάτε. Έχω και πίτες, έχω και γιαχνί κότα..
Έφαγαν το γάλο και μετά η παπαδιά έβαλε κοτόπιτα, τυρόπιτα, λαχανόπιτα, και .όλοι έπαιρναν τα κομμάτια με τα χέρια και έτρωγαν και γέλαγαν. Και μεις γελάγαμε γιατί γελάγανε οι άλλοι, και γέλαγε και ο δεσπότης μας.

Το απόγευμα νωρίς πήγαμε με τα πόδια στον Ξηρόλοφο. Πολλές φορές πηγαίναμε στον Ξηρόλοφο δυο χάπες λέει πως ήταν που πα να πει κοντά. Εκεί εγώ με τον πατέρα πηγαίναμε πολλές φορές.

Εκεί μας περίμενε η παπαδιά του χωριού με κολοκυθόπιτα γλυκειά και γιαούρτι πρόβειο. Έφαγαν γιαούρτι και μετά τους έκανε η παπαδιά καφεδάκι που το έβαλε στην αυλή κάτω από ένα μεγάλο δένδρο.

Ετούτο το πράγμα πάντα μου έκανε εντύπωση, τότε δεν είχε ποιος είναι ποιος, αυτά ήταν για την παρέλαση και για την εκκλησιά ύστερα όλοι ένα πράγμα μια οικογένεια. Όχι δεν ήταν όλα αγγελικά πλασμένα, υπήρχαν διαφορές, υπήρχαν ζήλιες, καυγάδες, ψιλοκαυγάδες, για το νερό, για τους όχτους, γιατί μπήκαν τα πρόβατα στο χασίλι.

Όταν ήμουν στο σπίτι μας στην Παραμυθιά,πάντα καθόμουνα και θαύμαζα το Φάνη τον Κούρτη, όταν έμπαινε καβάλα στο άλογό του, ένα ωραίο κόκκινο άλογο. Νομίζω πως είχανε και γρίβα.Πολλές φορές κρυβόμουνα στην πορτοκαλιά που θα το έδενε για να το χα’υ’δέψω όμως και κείνο λες και καταλάβαινε δεν χλιμίντριζε με άφηνε και όταν γύριζα σπίτι μας, που ήταν στα πέντε δέκα μέτρα, η μάνα μου με κοίταζε παράξενα και έλεγε. Κάποια σκατοδουλειά έκανε αυτή, μα τι;

Η εξωπόρτα ήταν πολύ ψηλή, τεράστια ήταν μια μεγάλη καμάρα με σκέπαστρο, η ξυλόπορτα ΄ήταν πάνω απο΄τρία μέτρα. Για να μπεις χτύπαγες ένα μεγάλο χέρι ενώ οι μέσα πόρτες είχαν ωραία μικρά μπρούτζινα χέρια. Όλη η αυλή ήταν γκαλντερίμι,

είχε μια ωραία λεμονιά μια πορτοκαλιά, και μια συκιά και γύρω γύρω λουλούδια που άνθιζαν όλο το χρόνο. Όταν έβγαινες από την πόρτα την οξώπορτα ήταν τα σοκκάκια μας,και τα σοκκάκια ήταν και κείνα γκαλντερίμι με μικρές στρογγυλές πέτρες που ο χρόνος τις είχε κάνει πολύ όμορφες.

Το πρόγραμμα ήταν πάντα το ίδιο και τις Κυριακές, εκκλησιασμό στον Άγιο Νικόλα, αντίδωρο και γρήγορα στο κουμπάρο μας τον Τσίλη Δήμο, που ήταν εκτός από κουμπάρος και συγγενής μια και η μάνα του παππού μου ήταν Δήμου.

Εκεί μας περίμεναν με τσάι πίτες και ψωμί φρεσκοψημένο, γάλα γιαούρτι και μέλι πολύ ωραίο μέλι. Τα κορίτσια έκαναν δουλειές εκτός από την Ελευθερία, που με έπαιρνε να με πάει στα λιβάδια παραπάνω να μαζέψουμε λουλούδια και να τους αφήσω να πουν και καμιά κουβέντα. Καταλάβατε τι καλό παιδί που ήμουνα. Τι να σας πω. Κατά τη μάνα μου, στα κοφίνια δεν χωράω στα καλάθια περισσεύω… παιδί που ήμουνα… ξύλο που ήθελα… μα ποιος να μου το δώσει…

Αυτόν το καιρό της Άνοιξης και του Καλοκαιριού, επειδή βρέχει πολύ στην περιοχή μας, έχει πολύ χορτάρι και πολλά σπάνια λουλούδια όπως σαλέπι και ορχιδέες που εμείς τις λέγαμε μελισσάκια.

Εκεί εγώ στα λουλούδια. Στο χωριό ήμουνα, στη πόλη ήμουνα, μια μικρή χωριατοπούλα ήμουν με τα όλα της. Και ήθελα να φοράω και ρούχα από μαλλί και από υφαντό που το λένε δίμητο. Και δεν μου έκαναν, γιατί ήμουν αλλεργική και γω θύμωνα που δεν ήμουν σαν όλα τα παιδιά και δεν πολυάκουγα και μετά πάθαινα κοκκινίλες και πυρετό και η μάνα μου φώναζε. Μαζέψτε την, την αμάζευτη…

Αχ βρε μάνα μαζεύεται το αμάζευτο… δίκιο είχες μα έτσι με έμαθαν όλοι γύρω, πως να με φκιάξεις εσύ…

* H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.




In this article

Join the Conversation