Το 2ο βραβείο στο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγημάτων της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών ο Αλ. Νίκας με το “Λάμπρενα”

Νέα διάκριση για τον βραβευμένο Παραμυθιώτη συγγραφέα Αλέξανδρο Νίκα, αυτή την φορά για το διήγημα “Λάμπρενα”, με το οποίο συμμετείχε στο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγημάτων της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών...

 

 

Λάμπρενα

Ήταν πολύ όμορφη από μικρή. Οι άντρες του χωριού δε χόρταιναν να την τρώνε με τα μάτια. Το είχαν καταλάβει και οι δικοί της και βιάστηκαν να την παντρέψουν για να ξεμπερδέψουν μ’ αυτήν πριν τους ντροπιάσει κανένας επιτήδειος. Ήταν το τέταρτο παιδί του Γάκη Νάση, από τα έξι που είχε συνολικά, αλλά το μοναδικό κορίτσι του.

Λίγο η πίεση από τους μεγάλους γιους για να πάρουν σειρά στην παντρειά, λίγο η ανέχεια, την πάντρεψαν πριν μπει στα δεκαοκτώ της. Τότε τα κορίτσια του χωριού τα πάντρευαν μετά τα εικοσιπέντε γιατί χρειάζονταν χέρια στα σπιτικά. Να κουβαλήσουν νερό από τα δύο πηγάδια που ’χαμε όλα κι όλα στο χωριό, να περιποιούνται τον κήπο που δεν έπρεπε να πηγαίνει χαμένο ούτε μια χούφτα χώμα, να πλένουν τα ρούχα πέρα στο ποτάμι, να κόβουν ξύλα για την καθημερινή φωτιά, να ζυμώνουν και να έχουν έτοιμο το φαί για τους άντρες του σπιτιού, να βοηθάνε στο άρμεγμα των ζώων, αλλά και όποια άλλη δουλειά έβγαινε κάθε μέρα.

Ο Λάμπρος, ο γαμπρός, ήταν ένα ήσυχο παιδί, μικρός και αυτός, μόλις είχε γυρίσει από το στρατό, το μοναχοπαίδι του μάστρο Κίτσιου και είχε περάσει χρόνος από τότε που η μάνα του τους άφηκε έτσι ξαφνικά. Την είχε δαγκάσει φίδι, είχανε πει, μέσα στο αλώνι. Χρειάζονταν λοιπόν να μπει γυναίκα στο σπίτι και δεν θα βρίσκανε καλύτερη.

Ο γάμος έγινε το Δεκαπενταύγουστο και όλοι οι νέοι του χωριού θα ‘θελαν να ήταν στη θέση του γαμπρού. Δεν έγινε μεγάλο γλέντι, γιατί μια βδομάδα νωρίτερα, δυο νέα παιδιά από το χωριό που φύλαγαν τα πρόβατα στον κάμπο, πήγαν να φυλαχτούν από μια ξαφνική μπόρα κάτω από ένα δέντρο κι εκεί τους βρήκε η αστραπή που τους άφηκε στον τόπο.

Σε λιγότερο από ένα χρόνο γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί. Ο μάστρο Κίτσιος δεν πρόλαβε ν’ ακούσει το όνομα του. Το χειμώνα περνώντας απ’ ένα πρόχειρο γιοφύρι με κορμούς δέντρων τον Κωκυτό, το ποτάμι της περιοχής, ποιος ξέρει τι έγινε, έπεσε μέσα, κατέβαζε πολύ νερό και τον πήγε μέχρι τη Σπλάντζα. Εκεί τον βρήκανε την άλλη μέρα, σφηνωμένο σε κάτι κονοπίτσες στη όχθη.

Ήταν την εποχή που τα παιδιά που παντρεύονταν κατέβαιναν από το χωριό και χτίζανε τα σπίτια τους, ο Θεός να τα πει σπίτια αυτές τις καλύβες, πιο χαμηλά, κοντά στον κάμπο. Το μοναδικό χωράφι, εννιά στρέμματα, που πήρε προίκα ο Λάμπρος, ήταν ενάμιση χιλιόμετρο πιο πέρα από το τελευταίο σπίτι του χωριού, κοντά στο ποτάμι. Εκεί αποφάσισε να φτιάξει το σπιτικό του. Πήρε κι από τον πατέρα του ένα χωράφι δέκα στρέμματα στον κάμπο και μ’ αυτά ξεκίνησαν τη ζωή.

Φτωχιά γης, πολύ φτωχιά, το ποτάμι δυο χιλιόμετρα από το χωριό που στέρευε το καλοκαίρι γιατί κρατούσαν τα νερά πιο πέρα από τ’ άλλα χωριά, γίνονταν πολλές φορές φασαρίες για το νερό, διορθώνονταν η κατάσταση για μια δυο μέρες και πάλι μετά τα ίδια· το ποτάμι δεν είχε νερό. Αποτέλεσμα όλο το πότισμα να το βγάζουν τα δυο πηγάδια, που τα καλοκαίρια είχαν κι εκείνα λιγότερο νερό. Από αυτά τα πηγάδια ποτίζονταν όλοι. Άνθρωποι, ζωντανά, κήποι, μποστάνια, αλλά και η καθημερινή λάτρα των σπιτιών.

Ο κάμπος το χειμώνα γινότανε λίμνη. Από την άνοιξη και πέρα δουλευόταν. Λίγο καλαμπόκι, λίγα πεπόνια, καρπούζια, ντομάτες, πιπεριές, φασολάκια, όλα καχεκτικά χωρίς το νερό. Για μας όμως αυτός ο κάμπος ήταν η ζωή μας. Από τα ζωντανά και από αυτόν τον κάμπο ζούσε όλο το χωριό.

Η Λάμπρενα στάθηκε καλά στο σπίτι της. Βόηθαγε τον άντρα της στα χωράφια και στα ζωντανά. Το σπίτι της ήταν πάντα καθαρό. Ο άντρας της πάντα με περιποιημένα ρούχα και η ίδια τις Κυριακές στην εκκλησιά ήταν πάντα η ομορφότερη.

Τα απογεύματα που πήγαινε στο πηγάδι να ποτίσει τα ζωντανά και να κουβαλήσει νερό στο σπίτι, πηγαίνανε και οι περισσότεροι νέοι του χωριού τα δικά τους ζωντανά. Νωρίτερα τα πήγαινε για πότισμα, νωρίτερα και αυτοί. Πιο αργά κατά το σούρουπο τα πήγαινε, σούρουπο και οι περισσότεροι νέοι, λες και ήτανε συνεννοημένοι. Όλοι τη βοηθάγανε στον κουβά. Εκείνη δεν άλλαζε κουβέντα με κανέναν και είχε για όλους το χαμόγελο και ένα καλό λόγο να πει.

Το βλέπανε ότι αυτή η γυναίκα άρεσε. Άρεσε πολύ. Και να πεις ότι βλέπανε και πολλά πράγματα; Μόνο το πρόσωπο και τα χέρια βλέπανε κι αυτά στις απαλάμες. Πάντα ήταν ντυμένη με φόρεμα μέχρι κάτω από τα γόνατα, κάλτσες μέχρι πάνω από τα γόνατα και μαντήλι στο κεφάλι χειμώνα καλοκαίρι. Πώς δε σκάγανε οι γυναίκες του χωριού τα καλοκαίρια, γιατί όλες έτσι ντυνότανε, ένας θεός ξέρει. Αλλά από το πρόσωπο που ήταν σκέτη γλύκα, από τα μάτια που ήταν βαθιά γαλαζοπράσινα, από τα καστανόξανθα μακριά μαλλιά της που βγαίνανε με τέχνη από το μαντήλι, από τα χέρια της που παρ’ ότι ήταν σκληρά δουλεμένα φαίνονταν τόσο απαλά και από την κορμοστασιά της που ήταν σαν τη λαμπάδα της Λαμπρής, ήταν αυτό που λένε, γυναίκα να την πιείς στο ποτήρι.

Χαραμίστηκε λέγανε με το Λάμπρο. Έφυγε από τη φτώχεια και πήγε σε χειρότερη, έτσι όπως εξελίχτηκε, φτώχεια. Όλοι τους πιστεύανε πως ήταν σε καλύτερη μοίρα από τον Λάμπρο, έτσι είναι οι άνθρωποι, πιστεύουνε πως είναι καλύτεροι από τους άλλους, αλλά όλοι τους εκείνη την εποχή στο ίδιο καζάνι βράζανε.

Πριν κλείσει τα τριάντα της, είχε κιόλας τέσσερα παιδιά. Τότε ήταν που άνοιξε η Γερμανία και οι περισσότεροι άντρες της περιοχής φύγανε για μια καλύτερη μοίρα. Άφησαν πίσω τις γυναίκες με τα κουτσούβελα και τους γερόντους. Η Λάμπρενα έμεινε μόνη με τα τέσσερα παιδιά και τα ζωντανά. Τα αδέρφια της πήγανε και αυτά στη Γερμανία. Πίσω είχε μείνει το μικρότερο απ’ αυτά, αλλά επειδή έχανε λιγάκι από το μυαλό, δεν το αφήνανε οι γερόντοι του να βγαίνει από το σπίτι.

Όσοι από τους νέους μείνανε στο χωριό, είχανε περισσότερους λόγους και ψάχνανε περισσότερες αφορμές για να είναι κοντά της και να τη βοηθάνε που ήταν μόνη της. Αλλά και εκείνη όλο και περισσότερους νέους άφηνε να τη βοηθάνε, αφού δεν της άρεσε που έβλεπε το χωριό να αδειάζει από άντρες. Ο Λάμπρος έστελνε κάθε μήνα τα χρήματα που είχανε συμφωνήσει και στο σπίτι υπήρχαν όλα τα χρειαζούμενα. Αλλά και τα παλικάρια του χωριού όμως της πηγαίνανε κρυφά διάφορα. Εκείνη τα δικά της κοτόπουλα, αυγά, τα κηπικά και το γάλα, τα πήγαινε κάθε Σάββατο στο παζάρι της Παραμυθιάς. Με τον τρόπο της τα έδινε σε σταθερή πελατεία.

Ο Λάμπρος έκανε σχεδόν τρία χρόνια να έρθει με άδεια, καλοκαίρι ήτανε που είχανε κλείσει τα σχολεία. Δεν τα βρήκε ρόδινα εκεί στα βόρεια της Γερμανίας που είχε πάει. Το κομπόδεμα όμως που έκανε το άφηκε όλο στη Λάμπρενα όταν ήρθε. Βρήκε τα παιδιά του μεγαλωμένα, περιποιημένα, ο μεγαλύτερος είχε τελειώσει τη Β’ Γυμνασίου με δέκα εννιά, αλλά και τα μικρότερα δεν πηγαίνανε πίσω στο Δημοτικό. Όλα αυτά ήταν δουλειά της Λάμπρενας. Ο Λάμπρος ήταν χαρούμενος γιατί βρήκε τόσο καλά την οικογένεια του και μόνο καλά λόγια είχε να λέει για τη γυναίκα του. Οι νέοι του χωριού αποτραβήχτηκαν για λίγο, να μη δίνουνε δικαιώματα. Άλλωστε το ξέρανε πως ο Λάμπρος κατά το τέλος Αυγούστου θα έφευγε ξανά για τη Γερμανία. Δύο μήνες άδεια που είχε καταφέρει να μαζέψει την πήρε όλη για να καθίσει στο χωριό, να βοηθήσει όπου χρειαζόταν η Λάμπρενα. Ήρθε η ώρα να φύγει ο Λάμπρος, θυμάμαι τα παιδιά κρεμασμένα επάνω του να του λένε «μπαμπά μη φύγεις», «μπαμπά κάτσε εδώ», εκείνος να τους λέει «θα ξαναγυρίσω, λίγο ακόμα και θα ξαναγυρίσω», κλάματα από μικρούς και μεγάλους, συγγενείς, γειτόνους και συγχωριανούς. Σε όλες τις αναχωρήσεις αυτό γινότανε.

Λίγοι κρατήσανε το λόγο τους και γυρίσανε σε «λίγο» και από αυτούς οι πιο πολλοί επειδή δεν τους σήκωνε το κλίμα. Οι περισσότεροι σιγά σιγά, τραβήξανε στην αρχή τις γυναίκες και μετά τα παιδιά τους και γυρίσανε γερόντοι. Άλλοι είναι ακόμη εκεί.

Δεν ξέρω πως ακριβώς ζούσε η Λάμπρενα. Πως τα κατάφερνε μόνη της με τέσσερα παιδιά, με τα ζωντανά, με τα κηπευτικά και τα χωράφια, χωρίς τη συζυγική παρουσία δίπλα της. Δεν ξέρω τι συναισθήματα την κυρίευαν και πως τα κατέπνιγε. Ήταν νέα γυναίκα, πανέμορφη και είχε ορμές. Περιτριγυρίζονταν από όμορφα παλικάρια που ήταν και αυτά πάνω στη πιο δυνατή περίοδο της νιότης τους και φαντάζομαι θα την σκέφτονταν μέρα νύχτα. Δεν μπορώ να ξέρω πως έπνιγε τις ορμές της. Ήμουν μικρός τότε. Συνομήλικος με το Γιάννη, το δεύτερο παιδί της και μόλις είχαμε τελειώσει το Δημοτικό και είχαμε περάσει στο Γυμνάσιο. Αυτό που ξέρω είναι πως ο Λάμπρος, που μέχρι τότε είχε κάνει σχεδόν τρία χρόνια να έρθει από τη Γερμανία, ξανάρθε σε περίπου τρεις μήνες για μια βδομάδα στα μέσα του Δεκέμβρη. Ακούστηκε ότι είχε αρρωστήσει πολύ σοβαρά ο Γιάννης κι έπρεπε να τον πάνε στο Νοσοκομείο στα Γιάννενα. Ακούστηκε επίσης πως ο Λάμπρος δεν μπόρεσε να πάρει αμέσως άδεια κι όταν ήρθε, είπανε πως ευτυχώς δεν χρειάστηκε κι ότι ο Γιάννης είχε γίνει καλά.

Αυτό που θυμάμαι όμως πολύ καλά, είναι πως εκείνη την εποχή προσπαθούσα να κολλήσω ανεμοβλογιά από τον Γιάννη, για να γλυτώσω καμιά βδομάδα από τον ποδαρόδρομο πηγαινέλα κάθε μέρα στο Γυμνάσιο της Παραμυθιάς, περίπου δώδεκα χιλιόμετρα δρόμο. Ακουμπούσαμε μαζί και μ’ άλλα παιδιά τα γυμνά κορμιά μας πάνω στο σπυριασμένο κορμί του Γιάννη. Κάποιοι κατάφεραν και κόλλησαν, εγώ δυστυχώς όχι.

Η κοιλιά της Λάμπρενας άρχισε να φουσκώνει. Γέννησε τον Λουκά στα αλώνια, αρχές Ιούλη και είχε ακουστεί πως ήταν εφταμηνίτικο καθώς η μάνα του είχε εξαντληθεί από το αλώνισμα.

Ο Λουκάς όσο μεγάλωνε έμοιαζε στον Φώτη, ένα ομορφόπαιδο του χωριού. Κανένας δεν είπε ποτέ τίποτα. Όλοι το βλέπανε, αλλά κανένας δεν μίλαγε. Θέλεις η περηφάνια της που δεν επέτρεπε να της προσάψει κανένας τίποτα, θέλεις ότι όλοι βολεύονταν έτσι, ποτέ δεν άκουσα τίποτα. Μετά από χρόνια γύρισε ο Λάμπρος απ΄ τη ξενιτειά και ζήσανε μαζί καλά μέχρι το τέλος.

Πέρασαν πολλά χρόνια, σχεδόν σαράντα πέντε, είχαν κλείσει τα Σχολεία, είχαμε παραδώσει τις βαθμολογίες των υποψηφίων για τις Πανελλήνιες και πήγα για διακοπές στο χωριό. Τότε ήταν που πέθανε η Λάμπρενα.

Στην εκκλησία πήγα στο ψαλτήρι, όπως έκανα όταν ήμουνα παιδί αλλά και κάθε φορά που πήγαινα στο χωριό. Αυτή την φορά όμως πήγα και για έναν άλλο λόγο. Ήθελα να έχω απέναντι μου, όλους τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην εκκλησία. Ήθελα να δω τα πρόσωπα των αντρών για τους οποίους είχα ακούσει κάποια πράγματα τώρα τελευταία από ένα μεγαλύτερο μου συγχωριανό και φίλο. Πράγματι, πολλοί ήταν εκείνοι που φαίνονταν πως είχαν κάτι να θυμούνται, τόδειχναν καθαρά τα πρόσωπά τους. Μια κοίταγαν τη νεκρή, μια στο πουθενά.

Στην εκκλησία άκουσα για πρώτη φορά το όνομα της. Χαρίκλεια. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα ακούσει κάποιον να τη φωνάζει με τ’ όνομά της. Ούτε τον άντρα της. Όλοι τη φωνάζαμε Λάμπρενα. Αργότερα έμαθα πως όταν ήτανε μικρή, τη φωνάζανε χαϊδευτικά Χαρά. Άκουσα επίσης εμπιστευτικά, πως ήτανε η «χαρά» για τα παλικάρια του χωριού.

Την ώρα των συλλυπητηρίων, πρόσεξα, πως ο κυρ Φώτης που δεν έκανε οικογένεια, αγκάλιασε σφικτά τον Λουκά.

Σήμερα ο Λουκάς ζει μόνιμα με τη φαμίλια του στο χωριό και είναι το μόνο από τα πέντε παιδιά του που γεροκομάει τον Λάμπρο.

Η μεγάλη κόρη του Λουκά είναι πολύ όμορφη κι εκτός από το όνομα, έχει πάρει τη χάρη και την ομορφιά της γιαγιάς της.

Αλέκος Νίκας
Β’ Βραβείο Διηγήματος από την ΕΕΛ
Αθήνα 15 Δεκεμβρίου 2014

 

 

 

Ο έρωτας άργησε πολύ

«Γράψε» της έλεγαν όλοι. «Μπορείς να αιφνιδιάσεις. Τα κείμενά σου να γίνουν ίσως και πρότυπα ζωής για κάποιους».

Η Θεανώ δεν ήθελε να το σκεφτεί καθόλου.

«Όλη μου τη ζωή διαβάζω και γράφω· όχι άλλο πια. Έγραφα δυο σελίδες για τους γονείς, σχεδόν καθημερινά, πριν τη σύνταξή μου απ’ το σχολείο. Υπάρχουν κι άλλοι που μπορούν. Να προσθέσω και τον παράγοντα ό,τι στη σημερινή εποχή, της έκρηξης της τεχνολογίας, είμαι τεχνολογικά αναλφάβητη. Θέλω χαρτί και μολύβι! Έκανα μια φιλότιμη προσπάθεια για ένα μήνα, σε ένα φροντιστήριο, αλλά χαμένος χρόνος. Το μόνο που έμαθα είναι πώς να τα πηγαίνω όλα στον κάδο απορριμμάτων. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά».

Ο Τιμόθεος την άκουγε αμίλητος. Όταν αποφάσισε να λύσει τη σιωπή του, της είπε.

«Δεν μπορώ να επιμένω άλλο. Έχω κατανοήσει ότι το «θέλω σου» και το «δε θέλω» είναι σε ’σένα πολύ ισχυρά. Το αποδέχομαι και σταματώ».

«Εμένα με θέλεις;» τη ρώτησε δειλά.

«Και βέβαια, αγάπη μου. Η συναισθηματική και σωματική σύνδεση μεταξύ μας, δεν περιορίζεται στα «ναι» και τα «όχι» μου, απ’ την οπτική σου γωνία».

«Τότε είμαστε μαζί και συνεχίζουμε το ταξίδι, που όλοι μας ονομάζουμε ζωή».

«Βέβαια· και σκέψου ότι σε λίγο καιρό αρχίζει το καλοκαίρι. Είναι ώρα να προγραμματίσουμε τις διακοπές μας».

***

Οι δυο τους άρχισαν να διαβάζουν το χάρτη της Ελλάδας με ιδιαίτερη προσοχή.

«Τι ψάχνουμε;» ρωτά ο Τιμόθεος τη Θεανώ «βουνό ή θάλασσα ή και τα δύο μαζί»;

«Η αλήθεια είναι ότι ο συνδυασμός τους είναι ιδανικός».

«Συμφωνώ και επαυξάνω».

«Έναν τόπο μακριά, σε μεγάλη απόσταση απ’ την Αθήνα. Η Αθήνα δεν έχει πια ανθρώπινο πρόσωπο. Σε πληγώνει, σε απομονώνει, σου επιτίθεται με το περιβάλλον της».

«Τι θα έλεγες για το Πήλιο»;

«Στο Τρίκερι»;

«Γιατί όχι. Έχω ακούσει ότι είναι πολύ όμορφο!»

Αποφάσισαν να ζητήσουν πληροφορίες και να μάθουν περισσότερα για τον τόπο της ανάπαυσής τους.

***

Οι επιλογές δεν ήταν πολλές γι’ αυτό που ζητούσαν. Διάλεξαν εύκολα τον Μύλο. Έναν οικισμό στο δρόμο που κατεβαίνει απ’ το Τρίκερι στην Αγία Κυριακή. Στον Μύλο υπάρχει ένα συγκρότημα με ενοικιαζόμενα δωμάτια και δυο, τρία σπιτάκια μικρά, όπου μένουν οι άνθρωποι που τα έχουν.

Η Θεανώ ενθουσιασμένη, ρώτησε τον Τιμόθεο.

«Τι θα έλεγες για ένα απ’ αυτά τα σπιτάκια»;

«Ναι, αλλά κατοικούνται απ’ τους ιδιοκτήτες».

«Όλα είναι ιδανικά σ’ αυτό το σημείο· αν πάμε και τους το συζητήσουμε από κοντά, ποτέ δεν ξέρεις».

Δεν είχε άδικο. Ένας ηλικιωμένος άντρας τους ένιωσε και τους το παραχώρησε· έχοντας ο ίδιος τη δυνατότητα να πάει στα παιδιά του, στις Κόττες, για λίγες μέρες. Μετά τα «ευχαριστώ» και τις ευχές να περάσουν όσο γίνεται καλύτερα, ο κυρ-Θωμάς παίρνοντας τα λίγα πράγματά του, τους χαιρέτισε, τους έδωσε το κλειδί και έφυγε.

***

Το ζευγάρι μπήκε στο σπιτάκι. Απλό, καθαρό, με ελάχιστα έπιπλα. Συνυπήρχαν ένα διπλό κρεβάτι, ένα τραπέζι με καρέκλες γύρω του, ένα κουζινάκι και ξεχωριστά μια μικρή τουαλέτα.

«Είναι όλα τέλεια! Θα περάσουμε υπέροχα! Όλη τη μέρα ήλιος και θάλασσα» φώναζαν και οι δυο τους. Ήταν φανερά χαρούμενοι και η καλή τους διάθεση στο ζενίθ.

Τακτοποίησαν τα πράγματα τους και πήγαν για φαγητό. Στην επιστροφή, ήταν η Θεανώ που παρατήρησε περισσότερο το σπίτι. Είχε ένα πολύ μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα.

Μπαίνοντας πήγε και κάθισε στην κορνίζα του, που ήταν απέναντι απ’ το τραπέζι. Φορούσε ένα τζιν σορτσάκι και ένα απλό αμάνικο μπλουζάκι. Ο Τιμόθεος έβαλε μουσική και άρχισε να τη φωτογραφίζει. Τότε ήταν που θυμήθηκε τη φωτογραφία του Αντουάν Καντιρέ με τίτλο «Ακούω και φωτογραφίζω». Η Θεανώ κοιτούσε τη θάλασσα από διαφορετικές θέσεις πάνω στην κορνίζα. Όλα μαζί μέσα στο σπίτι, άνθρωποι και αντικείμενα, έδεναν μεταξύ τους και έμοιαζαν με κάδρο, που κάποιο αόρατο χέρι φιλοτέχνησε.

Ο Τιμόθεος ήταν ευτυχισμένος, που για τη γυναίκα του ήταν όλα «μαγικά». Είχαν να νιώσουν έτσι απ’ τα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Μετά ήρθαν διάφορα προβλήματα και έκαναν το ταξίδι της ζωής τους δύσκολο. Από τα κάτω στρώματα της μεσαίας τάξης η Θεανώ, πιο φτωχός ο Τιμόθεος, πάλευαν μόνοι τους για την επιβίωση παρά τις μεγάλες δυσχέρειες. Και τώρα να που τα κατάφεραν. Μεγάλωσαν το παιδί τους και μεσήλικες πια προσπαθούν να ζήσουν όσο γίνεται ό,τι χάθηκε στο πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου. Του χρόνου που «δαμάζει» τα πάντα, φέρνει τη φθορά και αμβλύνει τις έντονες καταστάσεις, τα πάθη.

***

Οι πρώτες μέρες πέρασαν όπως τις είχαν φανταστεί. Οι δυο τους, και η φύση στην καλύτερή της ώρα. Στη συνέχεια όμως ένας λουόμενος περιπατητής, που μάλλον έμενε στα ενοικιαζόμενα, μπήκε ανάμεσά τους. Άρχισε να τους ρωτά διάφορα για τη διαμονή τους εκεί· λέγοντάς τους παράλληλα ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να ζήσει όπως ήθελε, γιατί η γυναίκα του ήταν εντελώς αρνητική. Θέλει την πολυτέλεια, το λούσο, να ζει πολυέξοδα, να δείχνει οπωσδήποτε τον πλούτο τους. Του ζητούσε να φύγουν όσο γίνεται πιο γρήγορα, να γυρίσουν στον πολιτισμό τους.

***

Την επόμενη μέρα, ο ξένος, ήταν πάλι κοντά τους.

«Είμαι ανεπιθύμητος ξέρω, σας προκαλώ δυσαρέσκεια με την παρουσία μου, αλλά ας πούμε τουλάχιστον τα ονόματα μας. Φέτος σκέφτομαι να μείνω είκοσι μέρες εδώ, ό,τι και να θέλει η γυναίκα μου. Έχω ανάγκη ξεκούρασης και γαλήνης».

Τα πράγματα είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν. Για να τελειώνουν πιο γρήγορα μαζί του, αποφάσισαν να του κάνουν το χατίρι.

«Εγώ είμαι η Θεανώ· συνταξιούχος εκπαιδευτικός».

«Εγώ ο Τιμόθεος· ιδιωτικός υπάλληλος».

«Εσείς;» ρώτησαν και οι δυο μαζί.

«Είμαι βιομήχανος και λέγομαι Πυθαγόρας. Τι θα λέγατε αν ζητούσα την παρέα σας»;

«Ε… λίγο απότομο!» είπε ο Τιμόθεος.

«Αδύνατον!» θυμωμένη η Θεανώ. Φύγαμε για να ησυχάσουμε απ’ όλους εσάς. Πολιτικοί, βιομήχανοι, καπιταλιστική κρίση, πτώχευση ή όχι, ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μας. Ωραία! Συστηθήκαμε· αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε παρέα μαζί σας. Δεν έχουμε την ίδια ταξική συνείδηση, ούτε τα ίδια συμφέροντα. Καλύτερα να γυρίσετε στη γυναίκα σας· μάλλον έχει δίκαιο. Εσείς χρειάζεστε άλλο τόπο διακοπών και άλλες παρέες».

***

Τους χαιρέτισε και έφυγε. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. «Αρκετά για σήμερα» μονολογούσε ο Πυθαγόρας «αύριο ίσως είναι καλύτερα».

Λες και διάβασε τις σκέψεις του η Θεανώ, του φώναξε.

«Ποτέ δε θα είναι καλύτερα! Σ’ ένα βράδυ δεν αλλάζουν «πενήντα και» χρόνια ζωής, νοοτροπίες και συμπεριφορές»!

Ο Πυθαγόρας προσποιήθηκε ό,τι δεν άκουσε. Δεν απάντησε, ούτε γύρισε να τους κοιτάξει.

***

Το πρωινό που ξημέρωσε ήταν ηλιόλουστο. Η θάλασσα «λάδι» και σε προκαλούσε να τη γευτείς. Ο Τιμόθεος πήρε το αυτοκίνητο, για να πάει στην Αγία Κυριακή για ψώνια.

«Γυρίζω γρήγορα» είπε στη Θεανώ, «για να χαρούμε μαζί αυτή την ομορφιά».

Εκείνη συμφώνησε και πήρε το βιβλίο της να συνεχίσει το διάβασμά του. Δε στάθηκε όμως τυχερή. Στο ανοικτό παράθυρο πρόβαλε η μορφή του Πυθαγόρα.

«Καλημέρα. Τι κάνεις;» άρχισε να τη ρωτά.

«Ήμουν μια χαρά πριν εμφανιστείς» του απάντησε η Θεανώ.

«Φοράς το μαγιό σου και είσαι κλεισμένη μέσα το σημερινό πρωινό»;

«Την κριτική σου την αγνοώ, την παραβλέπω, την περιφρονώ» επέμενε απότομα η Θεανώ.

«Αν είσαι καλά, όπως ισχυρίζεσαι, έλα να βουτήξουμε μαζί σ’ αυτή την πρόκληση» συνέχισε ο Πυθαγόρας «διαφορετικά είσαι ισχυρογνώμονας».

«Ό,τι κι αν είμαι δε σε αφορά, δε σ’ ενδιαφέρει».

Αντάλλαξαν και άλλες «φιλοφρονήσεις» παρόμοιες· σχεδόν μάλωναν, όταν επέστρεψε ο Τιμόθεος απ’ το χωριό. Καλημέρισε τον Πυθαγόρα άκεφα και πέρασε με τα πράγματα μέσα στο σπίτι.

Η Θεανώ άφησε το βιβλίο και άρχισε να τον βοηθά στην τακτοποίησή τους.

«Τι έχεις; Γιατί έχεις γίνει ανθρώπινο ράκος»;

«Μόλις έμαθα ότι πρέπει να γυρίσω στην Αθήνα» της απάντησε ο Τιμόθεος. «Σχεδόν δέκα μέρες εδώ και διακοπή της άδειας. Ο συνάδελφος που μ’ αναπλήρωνε, παρουσίασε σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα, και οι γιατροί δεν του επιτρέπουν να μείνει κι άλλο έξω απ’ το νοσοκομείο. ¨Είναι ανάγκη να γυρίσεις στη θέση σου¨ μου τόνισαν απ’ την εταιρεία».

«Θα γυρίσουμε μαζί» του είπε η Θεανώ. «Δε θα φύγεις μόνος σου. Και δέκα μέρες καλά ήταν».

Ο Πυθαγόρας τους άκουγε αμίλητος. Τι να πει άλλωστε στο ζευγάρι τέτοια ώρα.

Αλλά και ο Τιμόθεος και η Θεανώ είχαν ξεχάσει την παρουσία του.

«Θα πάω στις Κόττες να ενημερώσω τον κυρ Θωμά ότι αύριο θα φύγουμε» είπε ο Τιμόθεος. «Να γυρίσει στο σπίτι του, να του δώσουμε τα χρήματα και το κλειδί και να τον ευχαριστήσουμε».

«Στάσου! Φορώ κάτι πάνω μου κι έρχομαι κι εγώ» του φώναξε η Θεανώ.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και ο Πυθαγόρας έμεινε να τους κοιτά.

***

«Κυρ Θωμά φεύγουμε αύριο». Του εξήγησαν τι συνέβη κι εκείνος κατάλαβε. Τους είπε να πάνε στο καλό και να υπολογίζουν, πως το σπιτάκι του θα είναι πάντα ανοικτό γι’ αυτούς.

Επέστρεψαν στον Μύλο αμίλητοι, βυθισμένος ο καθένας στις σκέψεις του. Για μεγάλη τους έκπληξη βρήκαν τον Πυθαγόρα να τους περιμένει.

«Χάλασε η διάθεσή μου με την επιστροφή σας στην Αθήνα. Τώρα θα μείνω μόνος μου δέκα μέρες».

«Ε! δεν είχαμε και την καλύτερη σχέση» του θύμισε η Θεανώ. «Αλλά γιατί μόνος; Έχεις τη γυναίκα σου παρέα».

«Της ζήτησα να χωρίσουμε κι εκείνη συμφώνησε» τους πληροφόρησε ο Πυθαγόρας. «Συζητήσαμε πολύ και μου αποκάλυψε ότι έχει μια εξωσυζυγική σχέση στον τόπο μας, που δε θέλει να χαλάσει. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν. Έχει πάρει το καθένα το δρόμο του» μου είπε. «Άλλωστε τα χρήματά μας και τα ακίνητα που έχουμε είναι πολλά· θα μοιραστούν δίκαια και κανείς μας δε θα δυσαρεστηθεί».

Ο Τιμόθεος και η Θεανώ έμειναν άφωνοι.

«Τι εξέλιξη κι αυτή!» μονολογούσε ο Τιμόθεος.

«Πως μπορούμε να βοηθήσουμε στα όρια της ανθρωπιάς;» ρώτησε η Θεανώ.

«Μπορείς· αλλά δε θα το κάνεις Θεανώ» της απάντησε ο Πυθαγόρας. «Δεν αλλάζεις γνώμη, ήθος, αξίες, ιδανικά για ένα βιομήχανο. Αν ήμουν ένας απλός, λαϊκός άνθρωπος, θα ήξερες. Δε θα ρωτούσες καθόλου».

«Ναι, αλλά δεν είσαι» είπε η Θεανώ. «Επομένως ζήτησε εσύ Πυθαγόρα τι θέλεις».

«Να μείνεις εσύ Θεανώ, και να έρθει ο Τιμόθεος το Σαββατοκύριακο να σε πάρει».

«Κακόγουστο αστείο· έτσι»;

«Καθόλου· δεν είναι κατάλληλη η στιγμή για να αστειεύεται κάποιος» απάντησε βουρκωμένος ο Πυθαγόρας.

Η Θεανώ ανταπάντησε. «Θέλω το χρόνο μου να το σκεφτώ και να το συζητήσω με τον Τιμόθεο. Αν έχεις την ευγενή καλοσύνη, μας αφήνεις μόνους τώρα»;

Ο Πυθαγόρας τους χαιρέτησε και έφυγε με την ελπίδα σ’ ένα θαύμα. «Δε γίνονται αυτά στην πραγματική ζωή» μονολόγησε.

Η Θεανώ του φώναξε «αύριο πρωί θα ξέρεις».

«Αύριο το πρωί! Και πως θα περάσουν τόσες ώρες;» αναρωτήθηκε.

Ένα τραγουδάκι ακούστηκε από μακριά «…η σωτηρία της ψυχής, είναι πολύ μεγάλο πράγμα..».

Ο ίδιος πως θα σώσει τη δική του που ράγισε; Γυναίκες πολλές στη ζωή του. Νόημα όμως κανένα. Ο μεγάλος έρωτας, που όπως λένε, μια φορά μας συμβαίνει ήρθε για τον Πυθαγόρα τώρα· μετά τα πενήντα. Η Θεανώ, είναι η γυναίκα που έψαχνε πάντα για σύντροφό του, γι’ αυτή που θα τον ενέπνεε σε όλα. Την αγάπησε, τη λάτρεψε, ήθελε να γίνει γυναίκα του. Ήθελε να φτάσουν μαζί ως το τέλος της ζωής τους.

«Αυτά σ’ έναν άλλο πλανήτη» αυτοσαρκάστηκε.

Όλη τη νύκτα ήταν ανήσυχος. Δεν κοιμόταν· όταν έκλεινε για λίγο τα μάτια του, τους έβλεπε μαζί. Να κάνουν έρωτα, να μιλάνε, να περπατάνε στη φύση, να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται, να, να, να….

«Θεέ μου» φώναξε κάποια στιγμή «φώτισέ τη να μείνει».

***

Από την άλλη μεριά, στο μικρό σπιτάκι, ο Τιμόθεος και η Θεανώ αποφάσισαν γρήγορα.

«Θα φύγουμε μαζί αύριο· δε μένω εδώ λεπτό χωρίς εσένα» είπε η Θεανώ και ο Τιμόθεος συμφώνησε.

Το βράδυ τους βρήκε ήρεμους. Διάβασαν τα βιβλία τους, μετά το φαγητό, και ξάπλωσαν στο κρεβάτι σχετικά νωρίς. Τελευταία νύκτα στον Μύλο, και έπρεπε να την εκμεταλλευτούν. Ο Τιμόθεος, ένιωθε κουρασμένος λιγάκι και κοιμήθηκε γρήγορα.

Η Θεανώ όμως; Δεν έκλειναν τα μάτια της. Οι πολλές σκέψεις άρχισαν να την κάνουν ανήσυχη. Χωρίς να ξυπνήσει τον Τιμόθεο, φόρεσε κάτι απλό, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βγήκε έξω.

«Θα πάω μια βόλτα να ξεθολώσει το μυαλό μου».

Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήρε το δρόμο για την Αγία Κυριακή. Έτρεχε, έβαλε μουσική για να μη σκέφτεται και σιγοτραγουδούσε. Ήταν καλύτερα και χάρηκε γι’ αυτό. Η ταχύτητα, όταν οδηγούσε χωρίς άλλο άτομο στο αυτοκίνητο, ήταν η αδυναμία της. Το ίδιο και η μουσική. Άνοιξε τα δύο μπροστινά παράθυρα, ανέβασε τον ήχο και συνέχισε για το χωριό. Φτάνοντας, κατέβηκε να περπατήσει, ν’ αλλάξει παραστάσεις και να ξεχάσει τον Πυθαγόρα.

Αυτόν τώρα πως τον σκέφτηκε; Δε θέλει να το παραδεχτεί, αλλά δεν της ήταν τελείως αδιάφορος. Αντίθετα βούρκωσαν και τα μάτια της, όταν θυμήθηκε τα δικά του βουρκωμένα. Γιατί αρνήθηκε διακαώς να μείνει; Τι φοβήθηκε; Έτσι κι αλλιώς συνέχεια μαλωμένοι ήταν. Χωρίς να το καταλάβει καλά – καλά είχε επιστρέψει στο αυτοκίνητο. Η ώρα περασμένες τρεις· ώρα να γυρίσει στο σπίτι. Η απόφασή τους, με τον Τιμόθεο, ήταν να φύγουν νωρίς το πρωί.

Πάτησε το γκάζι και ανέπτυξε ταχύτητα. Το τραγούδι που άκουγε έλεγε κάπου «έρωτας είναι όχι αστεία».

Ξαφνικά το αυτοκίνητο έχασε την ισορροπία του, και με ένα αναποδογύρισμα πέρασε στο αντίθετο ρεύμα. Δυστυχώς από απέναντι ερχόταν ένα φορτηγό, που δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει. Η άτυχη γυναίκα και το αυτοκίνητό της έγιναν μια άμορφη μάζα. Την ανέσυραν νεκρή.

Η Θεανώ είχε φύγει ήδη. Το πρωί τον Πυθαγόρα θα τον πληροφορούσαν για το βραδινό δυστύχημα και θα τον άφηναν μόνο του ν’ αποφασίσει αν θα έμενε άλλο ή θα έφευγε.

***

Ο τόπος μικρός. Κάτι που έχει συμβεί, καλό ή κακό, μαθαίνεται γρήγορα. Έτσι γρήγορα έμαθε και ο Πυθαγόρας για το θλιβερό γεγονός.

Το σοκ γι’ αυτόν ήταν μεγάλο. Άλλο ευχόταν ν’ ακούσει κι άλλο άκουσε. Άρχισε να κλαίει, να θρηνεί, τον άδικο θάνατο της γυναίκας που ερωτεύτηκε μοναδικά. Κλαυτός βγήκε έξω και προσπάθησε να δει τη θάλασσα από ψηλά.

***

Δε θα έφευγε αν δεν έκανε κάτι στο Τρίκερι, «στη μνήμη της». Έτσι καταρρακωμένος και κοιτάζοντας τη θάλασσα, για πρώτη φορά είδε ένα ναυπηγείο. «Όταν τα καταφέρω να σταθώ στα πόδια μου, θα ζητήσω να μάθω περισσότερα για το καρνάγιο».

***

Ο καιρός περνούσε. Ο Πυθαγόρας έμεινε στον Μύλο χωρίς να τον υπολογίζει το χρόνο. Όπως δεν υπολόγισε και την αναχώρηση της γυναίκας του. Το μόνο που ήθελε πλέον ήταν να ενημερωθεί για το ναυπηγείο. Δεν άργησε να φτάσει σ’ αυτό και να μάθει όσα χρειαζόταν. Παραδοσιακό με ξύλινες κατασκευές, ενεργό, με λίγα μηχανήματα, ίσως το δεύτερο που απέμεινε να δουλεύει έτσι, μέχρι σήμερα στη χώρα μας. Ελάχιστοι εργαζόμενοι, που παρήγαν ξυλεία, φάρμακα για τα ξύλα και πληρώνονταν για τη δουλειά τους. Χαρακτηρισμένο διατηρητέο έχει την ανάγκη συντήρησης για να συνεχίσει έτσι.

***

Ο Πυθαγόρας δε χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Αποφάσισε ν’ αναλάβει ο ίδιος, όσο βρίσκεται στη ζωή, τη συντήρησή του. Μετά από τις διάφορες διαδικασίες που προηγήθηκαν, η απόφασή του έγινε πράξη.

Πίστεψε ότι έτσι θα ήθελε και η Θεανώ, αν δεν είχε φύγει τόσο γρήγορα και άδικα απ’ τη ζωή· ιδιαίτερα τη δική του.

Αποστολία Βουλτσίδου
Γ’ Βραβείο Διηγήματος από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών
Αθήνα 15 Δεκεμβρίου 2014
In this article

Join the Conversation