Οι ιστορίες της Βάβως | Νύχτες του εμφυλίου πολέμου

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Σε κείνα τα χρόνια τα παλιά στην Παραμυθιά, οι μέρες για μας τα παιδιά ήταν ξέγνοιαστες. Τρέχαμε, παίζαμε, μα ότι κι αν κάναμε είχαμε το νου μας αν μας φωνάξουν να πάμε σπίτι γιατί μπορεί να φύγουμε. Δεν θα πηγαίναμε σε ρομαντικές βόλτες, μα σε πλαγιές, ή σπηλιές να κρυφτούμε. Αυτό όταν οι μεγάλοι έδιναν το σύνθημα πάμε, τα παπούτσια σας, πάμε φεύγουμε γρήγορα.

Τρέμαμε από το κρύο της ψυχής, μα εμείς αυτό το κρύο δεν το γνωρίζαμε. Γνωρίζαμε πως τα πόδια μας, τα χέρια μας ήταν κρούσταλλα σε αυτές τις περιπλανήσεις μας.. Αλήθεια πόσο έτρεμε το κορμάκι μας. Μας έλεγαν να είμαστε γενναία. Πώς;; Θα γίνετε οι νέοι ήρωες της πατρίδας, οι άξιοι, οι ακρίτες της πατρίδας μας, της Παραμυθιάς μας.

Ύστερα ήμασταν μεγάλοι. Εγώ πιο μεγάλη από τα άλλα αδέλφια μου. Σήμερα ξέρω πως ήμασταν πολύ μικρά παιδιά για να χωνέψουμε όλη αυτήν την περιπέτεια.  Και έκανα τη θαρραλέα. Και δεν ήθελα να είμαι σαν τη θεία μου τη Γιωργίτσα που όλοι γέλαγαν με τους φόβους της. Τους αληθινούς της φόβους. Τους φόβους που εγώ τότε δεν γνώριζα.

Μια νύχτα της είπαν να πάει να στρώσει τα κρεβάτια. Πήρε το λυχνάρι και πήγε μουρμουρίζοντας στο σπίτι, που ήταν οχτώ μέτρα μακριά από το χειμωνιάτικο.. Πήγαινε και συ που είσαι γενναία κοπέλα να της κάνεις παρέα, είπε ο θείος μου. Πήγα. Μα δεν μπήκα στο σπίτι να της κάνω παρέα. Κρύφτηκα στη σκάλα στη γωνία. Μόλις έστρωσε τα κρεβάτια και βγήκε για να πάει να τους πει έτοιμα,,, σηκώθηκα από την κρυψώνα μου και της έκανα μπουου ου ου! Της πέφτει το λυχνάρι, πέφτει και κείνη ξερή και γω φώναζα βοήθεια. Δεν με μάλωσαν, ακόμη η θεία μου και τα κορίτσια το βρήκαν και αστείο. Μου είπαν την άλλη μέρα πως αυτό θα μπορούσε να σκοτώσει τη θεία μου. Μετάνιωσα το βλαμμένο, μα πάντα της έκανα λαχτάρες.

Τις νύχτες όμως και προ παντός εκείνες τις νύχτες του Χειμώνα, πέτρωναν οι καρδιές από το φόβο. Ένα φόβο που τον βλέπαμε στα πρόσωπα των μεγάλων. Πολλές φορές τα σκυλιά γαύγιζαν παράξενα. Οι μεγάλοι έκαναν το σταυρό τους και μεις ψάχναμε αιτία να μην πάμε στα κρεβάτια μας. Τι κρεβάτια δηλαδή οι μεγάλοι είχαν σιδερένια κρεβάτια με όμορφα κεντητά λουλούδια και πουλιά. Τα δικά μας κρεβάτια ήταν από δυο τρίποδα το κάθε ένα και πάνω σανίδες. Τα στρώματα ήταν από βαμβάκι, ή μαλλί. Το μαλλί ήταν από κουλόκουρα, πλυμένα και ξασμένα. Το δικό μου είχε βαμβάκι γιατί το μαλλί με τσίμπαγε. Στρώστε της μετάξια, αχ , αχ, έκανε η μάνα μου, και όταν μεγαλώσει θα μας κάνει το κόκκινο αυγό, αχ μπουλιουρή θα μας κάνει σουργιούνι.

Περνούσαμε τις ώρες μας μέχρι να πάμε για ύπνο, εκεί στο χειμωνιάτικο. Εκεί λοιπόν δίπλα στη φωτιά χωρίς τραγούδια. Χωρίς φωνές ακούγαμε τα παραμύθια της γιαγιάς και τρώγαμε κοκόσιες και τραχανά ζεστό καμένο με λάδι πιπέρι κόκκινο γλυκό και ψωμάκια τηγανισμένα στο λάδι. Τον έριχναν τον τραχανά σε δυο σινιά να απλωθεί, ένα για τους μεγάλους και ένα για τα παιδιά. Στον τραχανά μας έδιναν ξύλινα κουτάλια για να μην καούμε.

Τούτον τον καιρό, όλα ήταν παράξενα. Ο παππούς δεν έριχνε με το όπλο όταν άκουγε τα σκυλιά να αλυχτάν άγρια. Πότε θα πάψουν να διαβαίνουν οι σια’ι’ταναραίοι έλεγε η γιαγιά.

Ήταν εκείνη η χρονιά στα, 1946- 1947. Οι άνδρες έλειπαν πολλές νύχτες. Μας είχα πει πως τα βράδια θα ακούμε τη μάνα μας. Έξω είχαμαν τρεις θυμωνιές ξύλα. Χοντρά για το τζάκι, δίπλα ασφάκες και πουρνάρια για το φούρνο και παραδίπλα άλλα ξερά τσάκνα για προσάναμμα, κλαράκια από τα κλαδέματα και γκαρμπούσια. Στη θημωνιά με τις ασφάκες είχαν σκάψει μια μεγάλη γούρνα κι από πάνω είχαν τις ασφάκες και λιανούρια.

Είχαμε εντολή αν λείπουν οι άνδρες και γαυγίζουν πολύ τα σκυλιά, τα κορίτσια να χώνονταν στην τρύπα που ήταν κάτω από τις ασφάκες. Εμένα με πιάνει βήχας από τις ασφάκες, έλεγε η Γιωργίτσα. Έτσι βάλαμε από πάνω γκαρμπούσια και μετά πουρνάρια. Τις έβαλαν δοκιμαστικά δυο τρεις φορές, αν δεν προλαβαίναμαν να φύγουμε κατά τον κάμπο ή κατά το ποτάμι έπρεπε να κρυφτούν..Να κρυφτούν να μην τις πάρουν οι αντάρτες.

Ακούγαμε και για τους πεθαμένους και έτρεμε η ψυχή μας μήπως μας πάρουν τα φαντάσματα τη φωνή ή οι σα’ι’ταναραίοι.

Ο πατέρας μας έλεγε πως δεν υπάρχουν φαντάσματα, ούτε και σια’ι’ταναραίοι. Μα εμεις πιστεύαμαν τις βάβες που λέγανε ότι τον τάδε τον πήραν οι διαόλοι με τα βιολιά. Τον άλλον τον έκαναν βρικόλακα και έρχεται στα σπίτια να πιει αίμα.

Όταν άκουγα αυτές τις ιστορίες έτρεμα, έτρεμα από φόβο πολύ. Φοβούμουν μην με αρπάξουν από το σπίτι, μη με βάλουν να πλένω στοίβες πιάτα στην κόλαση,, μη με βάλουν να μαγειρεύω στη γάστρα, να μην σκουπίζω τις στάχτες.

– Να μην λέτε τέτοιες βλακείες στα παιδιά έλεγε ο παππούς μας.
– Τα παιδιά με αυτή τη φρίκη τρέμουν και παθαίνουν ψυχικά τραύματα.
– Άει, άει, ωρέ Παύλες μου, που ξέρεις και γράμματα, η ψυχή είναι αέρας. Αλήθεια πως θα τραυματισθεί ο αέρας;;
– Ελένη η ψυχή των παιδιών τραυματίζεται. Η ψυχή τραυματίζεται, πόσες φορές θα σας το πω;
– Καλά, γιατί οι δράκοι και οι μάγισσες που τους λέμε στα παραμύθια οι κακές μάγισσες γιατί δεν τα πληγώνουν στην ψυχή;
– Αυτά ξέρουν ότι είναι παραμύθια Ελένη.

Δε βλέπεις τη Γιωργίτσα 17 χρονών κοπέλα και δεν πάει στο χαλέ γιατί φοβάται θέλει να την πάνε οι άλλοι. Οχτώ-εννιά χρονών ήταν σαν μπήκαν οι γερμανοί και άρχισαν τα βάσανα. Τώρα σας μαρτύρησα την ηλικία της θείας μου είναι 84 και της εύχομαι να τα εκατοστίσει. Η Γιωργίτσα σκιάζεται μη την πάρουν οι καταραμένοι Όπως και η Αθηνά

Ήταν τα βράδια του εμφυλίου πολέμου. Πολλές φορές έμπαιναν στην πόλη μας οι αντάρτες για να πάρουν ψωμί και φαγουλάτα, ακόμη να πλυθούν και να κοιμηθούν στα σπίτια τους. Έκαναν και επιστράτευση με τη βία.Αυτό κράτησε ως το 1949. Ο πόλεμος ο αδελφοκτόνος όταν τελείωσε, άφησε πίσω ρημάδια τόσα, όσο οι γερμανοί, οι τσάμηδες και οι ιταλοί. Ακόμη όμως, κι αν πέρασε ο πόλεμος ακόμη κι αν ήρθε η ησυχία, η ζωή κι αν πήρε το δρόμο της, ήταν γραμμένη η καταστροφή πάνω στα ντουβάρια των σπιτιών μέσα σε χρυσές κορνίζες με λίγη μαύρη κορδέλα στο πλάι, που τότε σήμαινε θάνατος.

Φωτογραφία αρχείου | Harry Weber

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation