Οι ιστορίες της βάβως | Αποκριές στην Παραμυθιά στο τέλος του εμφυλίου

Γράφει για την paramythia-online.gr η  Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Ήμασταν τότε στο τέλος του εμφυλίου όμως δεν είχε τελειώσει. Ο φόβος υπήρχε ακόμη στην πόλη μας όσο κι αν οι κάτοικοι είχαν βρει ρυθμό ζωής σχεδόν κανονικό, πάντα ήταν σε επιφυλακή, να φύγουν να κρυφτούν. Έκρυβαν προ παντός τους νέους και τις νέες από την αρπαγή τους από τον ΕΛΑΣ. Διάχυτος ήταν ο φόβος του παιδομαζώματος μια και με τον τρόπο αυτό ο ΕΛΑΣ στρατολογούσε νέους πολεμιστές, κορίτσια και αγόρια. Είχε γίνει πριν και η αρπαγή των παιδιών του οικοτροφείου.

Ο θείος μου ο Σωκράτης ήταν ενταγμένος στο ΕΑΜ -ΕΛΑΣ όχι όμως στρατευμένος. Παρέα με τον φίλο του τον Νικήτα το Τζάκο αν δεν κάνω λάθος φίλοι καρδιακοί. Τότε, τον πήραν οι αντάρτες το θείο μας το Σωκράτη, έτσι έλεγε η γιαγιά μου, που έκλαιγε συνέχεια, μιας πριν δυο χρόνια έχασε το Μήτσο που ήταν ενταγμένος στον ΕΔΕΣ και μετά από τραυματισμό πέθανε.

Δεν θα μπορούσε η γιαγιά μας να αντέξει δεύτερο χτύπημα, έλεγε ο παππούς, που εκτός από το δικό του πόνο είχε και την έγνοια της γιαγιάς μας, μη πάθει τίποτε. Ήταν πάντα ως τα γεράματα ερωτευμένος με τη γιαγιά μας. Και μεις, ας ήταν αποκριές, ας έπαιζαν τα παιδιά με καραμούζες, κι ας έκαναν μόνα τους μάσκες από χαρτί, ύφασμα, ακόμη και γύψο πανέμορφες που τις ζωγράφιζαν με νερομπογιές. Εμείς εκεί, δίπλα στη γιαγιά μας, φοβόμασταν μη μας πάθει τίποτε, και όλο να κοιτάμε, μήπως έρθει ο Θείος μας ο Σωκράτης, να χαρεί και να γελάσει η γιαγιά μας ξανά να άλει φαΐ στο τσουκάλι να μας κοιτάζει και να μας λέει παραμύθια. Απορούσαμε γιατί τον πήραν αφού μπορούσε να πάει μόνος του, αφού ο θείος μας δεν ήταν με τον μπαμπά μας και τον παππού μας στον ΕΔΕΣ, μαζί τους ήταν πάντα και πάντα μιλούσε με την παρέα τους κάπου εκεί στο γαλατά για τα δικά του ιδανικά…

Μια φορά τους βρήκε ένας χωριανός καθώς ανέβαινε σιαπάνου, να μιλούν και άκουσε τον ομιλητή να λέει.
– Εμείς, είμαστε παιδιά του λαού.
– Με τον λαό για το λαό θα αγωνισθούμε.
– Σταματάει ο χωριανός μας και του λέει.
– Τι λες ωρέ για τη μάνα σου, η μάνα σου είναι τίμια γυναίκα.
– Τι είπα για τη μάνα μου, είσαι καλά …, τράβα το δρόμο σου
– Είπες πως δεν είσαι παιδί του πατέρα σου μα όλης της Παραμυθιάς.
– Αγρίεψε ο άλλος και πάει να τον πιάσει από το λαιμό.

– Είπες ότι είσαι παιδί του λαού, του λέει ο παππούς αυτός. Άρα δεν είσαι του πατέρα σου, ξαναείπε ο παππούς εκείνος και γέλασε.

Το επεισόδιο έληξε και οι νέοι έβαλαν και κείνοι τα γέλια. Ήταν πάντα πειραχτήρι αυτός ο γέρος. Σε δυο μέρες, άλλη κεραμίδα στην οικογένεια, πήραν και έναν αδελφό της μάνας μου έτσι της είπαν, μα δεν είχαν πάρει μόνο τον ένα, αλλά και τους δυο. Τρελάθηκαν. Δεν γνώριζαν προς τα πού τους πηγαίνανε. Άλλοι έλεγαν πως νίκησε ο στρατός και τους θέλουν κάλυψη στην οπισθοχώρηση. Άλλοι πως σκόπευαν να γίνουν κι άλλες επιθέσεις μα δεν γνώριζαν που και ήθελαν να τους δώσουν όπλα.

Και όμως στην αυλή μας μάζευαν ξύλα, για τη τζοραμπίνα, και πολλά παιδιά ετοίμαζαν τα αποκριάτικα, εμείς στεκόμασταν κερίνα κοντά στη γιαγιά μας. Η μάνα μας έτρεχε όπου μπορούσε να μάθει κάτι για τα αδέλφια της, έστω

Τα αποκριάτικα τότε, δεν ήταν στολές όπως τώρα και όσα παιδιά φόραγαν στολές ήταν τσολιάδες και Αμαλίες τσιγγάνες χανούμισσες, χωριάτισσες με τις νυφιάτικες στολές κάποιας γυναίκας του σπιτιού ακόμα οι μικρές ντύνουνταν κυρίες. Οι περισσότεροι άνδρες ντύνονταν νέες κοπέλες με ρούχα γυναικεία των αδελφών τους ή γέροι ή γριές.

Για μάσκες που τις λέγαμε προσωπίδες, έβαζαν ένα σκούρο πανί με ανοιχτές τρύπες για τα μάτια ζωγραφισμένο και στερεωμένο καλά στο γυναικείο μαντήλι που ήταν λουλουδάτο ή άσπρο. Έτσι έκρυβαν και τα μαλλιά τους. Τα κορίτσια δεν ντύνονταν, ντύνονταν πολύ λίγα, μόνο μικρές κοπελίτσες, με τους γονείς στη βόλτα έβγαιναν ντυμένες ή στη φωτιά της γειτονιάς τους.

Επειδή κάθε γειτονιά είχε τη φωτιά της, ο συναγωνισμός ήταν μεγάλος, γιατί στη μεγαλύτερη φωτιά με την πιο χαρούμενη παρέα στέκονταν οι αρχές της πόλης μας σαν βραβείο. Εκείνοι που έκαναν τις πιο ωραίες αποκριές και τη μεγαλύτερη φωτιά ήταν η γειτονιά μας εκεί στου Σαλή Αφούζ.

Το κτήριο αν και κατεστραμμένο ήταν σε σχήμα Π, έτσι τη φωτιά δεν την έπαιρνε ο αγέρας και πήγαινε ψηλά πολύ ψηλά. Πέταγαν οι φλόγες πέταγαν και τα όνειρα. Η κούραση τόσων χρόνων σκλαβιάς, έδωσε τη δίψα της ζωής της χαράς των ονείρων. Γύρω γύρω σε απόσταση από τη φωτιά έβαζαν τραπέζια για φαγητό, τραπέζια κοινά για όλους. Έβαζαν όλοι τα φαγητά τους και έπαιρνε όποιος ήθελε, ότι ήθελε, ευχόμενος χρόνια πολλά και καλή σαρακοστή. Τα φαγητά ήταν πίτες, κρεατόπιτες, λαχανόπιτες, κοτόπιτες, κοφτόπιτες, τυρόπιτες, ριζόπιτες, μακαρονόπιτες, μπουρέκια, τυριά, ψωμί, Όλα να μπορούν να τα πάρουν στο χέρι. Είχαμε και νταβάδες και κρέατα ή κότες, γκιουβέτσι και πιάτα κουταλοπιρούνα για τους μεγάλους και τους επίσημους.

Εκεί πάνω στο χορό, παιδιά και τσούπρες έσφιγγαν τα χέρια και αυτό ήταν μήνυμα ότι μου αρέσεις τι λες να έρθω να σε ζητήσω; Αν η τσούπρα άλλαζε θέση, ήταν μην τολμήσεις δεν σε θέλω. Βέβαια στη αποκριά μέσα στο χορό ο νέος μπορούσε να αλλάξει θέση και ξαναπήγαινε κοντά στην κοπέλα… παιχνίδια αγάπης ή παιχνίδια ζωής. Μέσα στις μασκαράτες τα νιάτα είχαν τι δικό τους χορό, τη δική τους φωτιά.

Αυτή τη χρονιά η μάνα μου δεν είχε κέφι, έτρεχε σαν τρελή από δω κι από κει να βρει τα αδέλφια της, το ίδιο και ο παππούς με τον πατέρα μου να μάθουν για το θείο το Σωκράτη…. Μπορεί και για τον Αλέξη και το Θόδωρο. Μια μέρα οι θείοι μας βρέθηκαν στην Παραμυθιά με βασανισμένο πρόσωπο χαραγμένο από ταλαιπωρίες και φόβο ο Σωκράτης. Ο Αλέξης με το Θόδωρο στη Ντουσκάρα. Ο φόβος είναι ίδιος για όλους τους ανθρώπους, έστω κι αν τον διαχειρίζονται σωστά ή όχι.. Το θεό μου το Σωκράτη, τον βοήθησε μια συναγωνίστρια να το σκάσει. Το 2000 τη βρήκα στο πανηγύρι στο Καλοχώρι. Μόλις άκουσε ότι είμαι του Παυλίδη, ήρθε με ρώταγε για το θείο και πως τον βοήθησε να φύγει.

– Γιατί να φύγει τη ρώτησα;
– Ήταν κρίμα να σκοτωθεί, εμείς ξέραμε ότι δεν θα γλυτώσουμε.
– Γλυτώσατε όμως.
– Θα έρθω να πιούμε καφέ στο χωριό σας και να τα πούμε.
– Ήρθε και πόσα είπε και πόσα άκουσα τι να σας πω.

Τα αδέλφια της μάνας μου έφυγαν με την υπόσχεση πως θα στέλνουν τρόφιμα ψωμί τυρί και κάπου κάπου αρνί ή γίδα μαγειρεμένη στις ομάδες που ήταν κοντά… Χαρές στα σπίτια μας, η μάνα μου έτρεξε σαν τρελλή μα αγοράσει πετρέλαιο για τη στάχτη ώστε η φωτιά να είναι πολύ πολύ ζωηρή και φουντωμένη να φτάνει στον ουρανό. Ο καπνός από τη φωτιά στην αρχή και τα φτερά από τα τσάκνα ήταν για μας παιχνίδι κυνηγητού μα όταν άναβε το γλέντι δίπλα να και μεις τα παιδιά αφήναμε τα πεταλουδάκια των τσάκνων και στήναμε το δικό μας χορό. Η αγωνία των ημερών έκανε το ξέσπασμα της χαράς πολύ μεγαλύτερο. Σαν κάποιος άλλος να έζησε την προηγούμενη τραγωδία το φόβο το κλάμα. Η γιαγιά μας έκανε κρεατόπιτες με ρύζι.

Η μάνα μου τυρόπιτες και λαχανόπιτες, πολλές.Εγώ πάντα είχα μια στολή τσιγγάνας που μου έκανε η θεία μου με πολλούς φραμπαλάδες και ζωηρά χρώματα από κομμάτια που πολλές πελάτισσες δεν τα έπαιρναν τα άφηναν στη μοδίστρα, αυτό γινόταν πάντα όταν έραβε προίκες.
Εκείνο που μου άρεσε ήταν όταν η θεία μου έραβε την κυρία Σταυροπούλου και την κυρία Στανοπούλου αν δεν κάνω λάθος.

Αυτές οι παραμυθιώτισσες δεν πήγαιναν για πρόβα ποτέ. Πάντα πήγαινε η θεία μου να τους κάνει πρόβες στο σπίτι τους. Όταν ήθελαν να ράψουν έστελναν μήνυμα στην θεία μου να πάει με τα φιγουρίνια και τις μεζούρες να δουν σχέδια να αποφασίσουν το ράψιμο το σχέδιο και πόσο ύφασμα χρειάζονταν πάντα μισό πήχυ περισσότερο. Διάλεγαν τα σχέδια μέτραγε η θεία μου και σύμφωνα με το σχέδιο καθόριζε το πόσο ύφασμα χρειάζονταν.

Στην Παραμυθιά εκείνο που τώρα μπορώ να θυμηθώ και να αξιολογήσω ήταν πως είχαμε πολλές κομψότατες γυναίκες καλοχτενισμένες με τα μαλλιά τους περμανάντ να πω καλοντυμένες με ταγιέρ η φορέματα στενά με ντεκολντέ τετράγωνο, και ζώνες ντυμένες από το ίδιο ύφασμα όπως και κουμπιά ντυμένα. Αυτές οι γυναίκες ήταν πάντα έτσι στην τρίχα που λέγανε. Βέβαια ήταν και οι κυρίες που είχαν έρθει από τα χωριά. Αυτές ήταν οι κυρές έτσι φώναζαν η μια την άλλη. Και κείνες ήταν το ίδιο κομψές και χαριτωμένες όταν πήγαιναν βόλτα ενώ όταν ήταν στο σπίτι γύριζαν με απλά καρό ή λουλουδάτα φουστάνια ποδιά και μαντήλι, αυτές δεν είχαν υπηρεσίες. Σε πολλά σπίτια της παραμυθιάς είχαν υπηρεσίες. Και μεις είχαμε, η γιαγιά μας δεν είχε.

Ήταν και οι βάβες με μαύρα ρούχα και μαύρο μαντήλι γκούσια. Ήταν και οι χαροκαμμένες μάνες γυναίκες αδελφές που άφησε πίσω ο πόλεμος πολλών χρόνων. Εκείνες τις αποκριές το γλέντι ήταν πιο δυνατό γιατί ήταν σαν οι μπαρμάδες μου να γύρισαν από τον πόλεμο.

Αυτό το γιόρταζε όλη η γειτονιά. Και στο τέλος της αποκριάς μια τελετή με πολλούς μασκαράδες με ένα γαϊδουράκι αληθινό ή ψεύτικο τι να σας πω, δεν γνωρίζω, μετά τον καρνάβαλο που λέγανε πως ήταν ο Ιούδας τελείωναν της αποκριές με το κάψιμο του καρνάβαλου αφού είχε κάνει την περιφορά της πόλη μας κάπου στο Γαλατά. Αυτό ήταν πραγματικό έργο τέχνης. Μέρες ή μήνες σχεδίαζαν και εκτελούσαν όλο αυτό το σπουδαίο έργο, μασκαράδες, ακολουθία, μουσικοί, και όλα αυτά για μια μέρα.

Αυτό γινόταν στην κάτω γειτονιά που είχε πολλά σιδεράδικά που τα λέγανε,, στα γύφτικά. Το σιδηρουργό τον έλεγαν γύφτο γιατί ήταν μαύρος από τη γάνα, τη φωτιά, τα κάρβουνα.

Καλές αποκριές και καλή σαρακοστή να ετοιμασθούμε για τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα

Φωτογραφία από αποκριές στην Παραμυθιά από το αρχείο της Ανδριάνας Καραγιάννη

H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation