Το παγούρι του Πατέρα | Γράφει ο Αντώνιος Δρίμτζιας με αφορμή την εκτέλεση των 49 Προκρίτων

Μια προσωπική ιστορία για την αποφράδα ημέρα της Παραμυθιάς

Χρόνια τώρα… πολλά χρόνια… ζουσα με έναν μεγάλο καημό και ένα διακαή πόθο, να βρω το παγούρι του πατέρα…

Ξημεροβραδιαζόμουν με αυτή την έγνοια και μέσα μου έλεγα : « και τι δεν θα έδινα για να το βρω…»

Επηρεάστηκα πολύ από τις συχνές αναφορές της αδελφής μου της Βαρβάρας, 95 χρονών σήμερα, η οποία συχνά μου ανέφερε την ιστορία του παγουριού αυτού . Μια ιστορία που συνοδεύονταν με ένα ωχ… βουβό και ένα δάκρυ. Την άκουγα περίλυπος , την συμπονούσα και ο δικός της πόθος έγινε και δικός μου.

Ο πατέρας μου ήταν ένας από τους εκτελεσθέντες 49 Προκρίτους  της Παραμυθιάς στις 29 Σεπτεμβρίου του 1943 από τα στρατεύματα κατοχής και τους μουσουλμάνους Τσάμηδες.

Η σύλληψη έγινε το μεσημέρι της 28ης Σεπτεμβρίου 1943, την παραμονή της εκτέλεσης. Η ομάδα που τον συνέλαβε, αποτελούμενη από δύο μουσουλμάνους Τσάμηδες και έναν Γερμανό, τον πέρασε από το δρόμο κάτω από το σπίτι μας και τότε η μάνα μου και η αδερφή μου η Βαρβάρα βγήκαν για να τον χαιρετίσουν.

Όταν τις είδε, έδωκε το παγούρι του στη Βαρβάρα να το γεμίσει νερό. Το είχε πάντα μαζί του, κρεμασμένο στη μέση του.

Με την επιστράτευση του 1940 , επιστρατεύτηκε και αυτός ως έφεδρος αξιωματικός και το παγούρι τον συνόδευε σε όλη του την πορεία προς το μέτωπο. Ήταν ο πιστός του φίλος και ο πιο χρήσιμος.

Ο συνοδός Μουσουλμάνος με βίαιο τρόπο τον έσπρωξε λέγοντάς του  «στο Σχολείο (ο τόπος της κράτησης) θα πιείς νερό».

Έτσι το παγούρι έμεινε στα χέρια της 17χρονης τότε Βαρβάρας.

Η σκηνή αυτή έμεινε βαθιά αποτυπωμένη στο μυαλό της και κάθε τρεις και λίγο την ανέφερε λέγοντας: «ακούς εκεί να μην τον αφήσουν να πιει νερό….»

Ήταν η άκρα ταπείνωση του Ευαγγελίου. Ο Κύριος στο Σταυρό δίψασε και οι σταυρωτές του τού έδωσαν νερό, ενώ στον πατέρα μου δεν έδωσαν οι συνοδοί του.

Από τις πολλές φορές που ανέφερε η Βαρβάρα το γεγονός έγινε και σε εμένα βίωμα και καημός μεγάλος το να βρω το παγούρι του πατέρα.

Η Βαρβάρα το παγούρι το πήγε στο σπίτι μας, το ακούμπησε σε κάποιο μέρος, στα αζήτητα θα έλεγα και όχι σε ασφαλές σημείο , ώστε να αποτελέσει μελλοντικό οικογενειακό κειμήλιο. Παντρεύτηκε , πήγε στο δικό της σπίτι και άφησε το παγούρι πίσω, στο πατρικό. Πήρε όμως μαζί της την εικόνα του αποχωρισμού του από τα χέρια του πατέρα.

Κάθε ελπίδα να βρεθεί το παγούρι είχε χαθεί καθώς πέρασαν πολλά χρόνια.

Στο σπίτι έγιναν οικοδομικές εργασίες, πετάχτηκαν μπάζα και άχρηστα αντικείμενα. Ποιος θα σκεπτόταν να συμμαζέψει ένα παγούρι. Το θεωρούσαμε χαμένο.

Η προσφορά του στον πατέρα μου ήταν μεγάλη και ο τρόπος του αποχωρισμού βαρύς, γεγονός που δεν ξεχνιόταν.

Ένα πρωί εδώ και λίγους μήνες με παίρνει η Βαρβάρα τηλέφωνο και με φωνή τρεμάμενη μου λέει «Έχω το παγούρι του πατέρα….»

Έμεινα άφωνος, παγωμένος. Έχασα τη φωνή μου και όταν την ξαναβρήκα της είπα «Έρχομαι!» Ο καημός μου μεγάλος και ο πόθος μου να το δω δυνατός.

Από το σπίτι μου στα Γιάννενα ούτε κατάλαβα πώς έφτασα στην Παραμυθιά.

Τη βρήκα στο σπίτι της, στο καθιστικό.

Έσμιξαν τα βλέμματά μας. Με κοίταξε αποσβολωμένη, την κοίταξα αμήχανα. Δάκρυσε αυτή, δάκρυσα κι εγώ, έσμιξαν οι μνήμες μας.

Μου έδωσε το παγούρι και με λαχτάρα το έσφιξα στα χέρια μου.

Εκείνη τη στιγμή νόμισα πως αγκαλιάζω τον πατέρα μου, τον οποίο δυστυχώς , αν και ήμουν 6 χρονών όταν τον σκότωσαν, δεν τον θυμάμαι.

Πρωί έφευγε για τη δουλειά και αργά το βράδυ γύριζε. Έπρεπε να ταΐσει 9 στόματα.

Από τη Βαρβάρα ακούω να μου λέει συχνά για τις αρετές του, για τις ορμήνιες που τις έδινε και με τις οποίες μεγάλωσε την οικογένειά της.

Νόμισα ότι βρήκα την Ιθάκη των ονείρων μου, τη χαρά και τον αέρα της ζωής μου. Ένιωσα , όταν το πήρα στα χέρια μου, ως ο Γέρων Συμεών όταν πήρε στα χέρια του το Θείο Βρέφος, προσφορά της Παρθένου και το οδήγησε στα Άγια των Αγίων του Ναού, αναφωνώντας το «νυν απολύεις τον δούλον σου…»

Το γεγονός της εύρεσης το θεώρησα ως ένα ακατανόητο «θαύμα», ύστερα από 78 χρόνια.

Αφού καταλάγιασε ο πόθος μου από  τα καυτά δάκρυα και τα πικρά λόγια των δυο μας, τη ρώτησα πού το βρήκε και μου είπε ότι η κόρη της το είχε στο πατάρι του σπιτιού της και της το έδωσε. Ήξερε βέβαια την αγωνία της μάνας της να το βρει.

Την πορεία του μέσα στο χρόνο μόνο αυτό την ξέρει.

΄Όταν το είδα αναρωτήθηκα αν είναι όνειρο. Μέσα μου χόχλασε ο πόνος και μια αχλή έπνιξε την καρδιά μου.

Τώρα το έχω στο σπίτι μου , τοποθετημένο σε περίοπτη θέση και είναι το προσκυνητάρι του σπιτιού, το βιός μου όλο…

Προσπαθώ να του εμφυσήσω πνοή, να του δώσω φωνή από τη φωνή μου, να μου μιλήσει για εκείνον, να μου πει λίγες κουβέντες … πώς πέρασε μαζί του στις δύσκολες ημέρες του πολέμου, πώς έγιναν τα τόσα τραύματα στο σώμα του, οι χαραγές , τα βαθουλώματα, τα χτυπήματα.

Φανταστικά αναπτύσσεται ένας διάλογος μαζί του και με γλυκόλογα προσπαθώ να το καλοπιάσω λέγοντας:

«Πώς είναι τάχα δυνατό , παγούρι μου, να σε βλέπω και να μη μπορείς να μου πεις τα βάσανα που πέρασες μαζί του και αντάμα οι δυο να κλάψουμε τις μαύρες στιγμές της ζωής σας; Τη δροσερή γουλιά που έπινε από το κρυστάλλινο νερό σου, που του την έδινες με περισσή αγάπη. Του έδινες δύναμη να πολεμήσει τους εχθρούς της πατρίδας και εσύ καμάρωνες μαζί του. Πώς ροβολούσατε στις πλαγιές;»

Δεν μου μιλάει… Το καλοπιάνω λέγοντας και πάλι:

«Έλα παγουράκι μου, πες μου παλικαράκι μου κάτι για τον πατέρα μου. Εσύ ήσουν ο αχώριστος σύντροφός του για πολλά χρόνια. Πες μου πού ήσουν τόσα χρόνια; Τον τόπο που έμενες πώς τον λένε; Μήπως ξενιτεύτηκες κι εγώ με τη Βαρβάρα σε καρτερούσαμε άδικα και σε κλαίγαμε; Και τώρα πώς είναι τάχα δυνατό να σε βλέπω μπροστά μου και ο δυστυχής να μη μπορώ να μάθω για τον πατέρα μου , παρά μόνο από τους άλλους να ακούω να λένε για τις αρετές του…..»

Δυστυχώς δεν μου μίλησε και από το φαρμάκι του χαμού του και τον πόνο του χωρισμού δεν βρίσκονται λόγια να με παρηγορήσει.

Ο αχός και ο βόγγος του πολέμου δεν ακούγεται…..

Εδώ τελειώνει μια πονεμένη ιστορία για ένα απατηλό όνειρο…

Μπαίνει ο Σεπτέμβρης , ο μαύρος μήνας , όπως τον λέμε εμείς οι συγγενείς των εκτελεσθέντων και ο νους μου πηγαίνει στη μέρα του μνημόσυνου που θα συνοδεύσω τον γέρο Σπύρο , παιδί εκτελεσθέντος  για να καταθέσει στεφάνι στο μνημείο των πεσόντων, όπως γίνεται κάθε χρόνο για πολλά χρόνια…

Με βήματα βαριά και αργά αργά να πούμε το ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ

* O Αντώνιος Δρίμτζιας είναι γιος εκτελεσμένου με τους 49 Μάρτυρες της Παραμυθιάς

In this article

Join the Conversation