Προσκύνημα στην ιστορική Μονή Σέλτσου, το «Δεύτερο Σούλι» | Γράφει ο Βαγγέλης Τσιρώνης

Πάναγνες εκείνες ψυχές των Σουλιωτών ηρώων και ηρωίδων Σουλιωτισσών, των παιδιών, των μανάδων και παππούδων που λεν τραγούδια χαρωπά τη μια, την άλλη μοιρολόγια

Ήταν ένας οφειλόμενος ελάχιστος φόρος τιμής. Εκεί, όπου διαδραματίστηκε η τελευταία πράξη ηρωισμού και θυσίας των κυνηγημένων αλλά απροσκύνητων Σουλιωτών στα χρόνια του Αλή Πασά.

Όπως είναι γνωστό, η Ιερά Μονή Σέλτσου βρίσκεται στην περιοχή του ορεινού και γραφικότατου χωριού «Βρεστενίτσα» της Άρτας (σημερινή ονομασία «Πηγές»), στα σύνορα με το νομό Καρδίτσας, σε έναν ελάχιστο επίπεδο χώρο που σχηματίζεται θαυμαστά πάνω απ’ τις …μεταφυσικές όχθες του Αχελώου.

Καθώς κατέγραψε η αδέκαστη Ιστορία, στη Μονή αυτή κατέφυγαν, μέσα στο καταχείμωνο από το Βουργαρέλι (Γενάρης 1804), και οχυρώθηκαν περί τους χίλιους εκατόν πενήντα (1150) Σουλιώτες της φάρας των Μποτσαραίων. Ηγέτες τους οι Κίτσος, πατέρας του Μάρκου, και Νότης (Παναγιώτης) Μπότσαρης. Πάσχιζαν να γλυτώσουν τις σφαγές που ετοίμαζε και γι’ αυτούς ο αιμοσταγής Βεζίρης των Ιωαννίνων που είχε παραβιάσει τις συμφωνίες για την παράδοση του Σουλίου και είχαν προηγηθεί τα δραματικά γεγονότα του Ζαλόγγου (Δεκέμβριος 1803). Ύστερα από αδυσώπητη και στενή πολιορκία τριών και πλέον μηνών για να παραδοθούν ή να πεθάνουν από την πείνα, οι Σουλιώτες μη έχοντας άλλη επιλογή επιχείρησαν ηρωική έξοδο (Απρίλιος 1804). «Ή ταν ή επί τας»! Ως άλλο Μεσολόγγι.

Εκεί, λοιπόν, στην Ιερά Μονή του Σέλτσου και γύρω απ’ αυτήν, μετά από σκληρές και άνισες μάχες, γράφτηκε μια ακόμη τρισένδοξη σελίδα: εκατοντάδες σουλιώτικα παλληκάρια έπεσαν στο πεδίο της μάχης ηρωικά μαχόμενα εναντίον περίπου έξι χιλιάδων (6.000) μισθοφόρων Τουρκαλβανών. Είχαν απέναντί τους -αλίμονο!) και περί τους χίλιους (1000) δειλούς και προσκυνημένους Έλληνες πολεμιστές από τα γειτονικά αρματολίκια των Αγράφων! Εκεί τραυματίστηκε και στη συνέχεια αιχμαλωτίστηκε ο Νότης Μπότσαρης που ύστερα από έξι μήνες κατάφερε να δραπετεύσει από το φρούριο της Κλεισούρας Αλβανίας (κατ’ άλλους των Ιωαννίνων), όπου ήταν φυλακισμένος. Μια ομάδα από διακόσιες είκοσι (220) γυναίκες με τα παιδιά τους έπεσαν στις φοβερές χαράδρες και τα βάραθρα του Πέτακα, κοντά στη Μονή, ύψους τριακοσίων (300) μέτρων! Η θυσία αυτή των Σουλιωτισσών ονομάστηκε και «Το Ζάλογγο της Άρτας». Μια άλλη ομάδα περί τα εκατόν ογδόντα (180) γυναικόπαιδα, καταδιωκόμενη έφτασε μέσα από δύσβατο κι απόκρημνο κατηφορικό μονοπάτι στην μοναδική διέξοδο, την ιστορική γέφυρα του «Κοράκου». Όμως η γέφυρα ήταν φυλασσόμενη κι έτσι βρήκαν τραγικό θάνατο πέφτοντας οι περισσότεροι στον πλημμυρισμένο και ορμητικό ποταμό. Ανάμεσα στις Σουλιώτισσες και η θρυλική δεκαεννιάχρονη Λένω Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου (κατ’ άλλους του Νότη), η χάλκινη προτομή της οποίας κοσμεί σήμερα τον απέριττο περίβολο της Ιεράς Μονής.

Κατά πως λέει η αλάνθαστη λαϊκή παράδοση, ύστερα από μάχη που έδωσε μέσα στο ποτάμι με δυο Τούρκους πολεμιστές, αφού πρώτα τους έπνιξε, έπεσε και η ίδια στον πλημμυρισμένο Αχελώο! Κι έτσι δεν ικανοποιήθηκε η επιτακτική αισχρή εντολή του Αλή να συλλάβουν την όμορφη, «σαν τα κρύα τα νερά», Σουλιωτοπούλα και να την πάνε ζωντανή κι αφράτη στο χαρέμι του στα Γιάννενα. Το αδούλωτο και υπερήφανο φρόνημα που οι Σουλιώτισσες τούτες ηρωίδες είχαν σφυρηλατήσει και ακονίσει στην καθημερινή ζωή και στους συνεχείς αγώνες τους για Ελευθερία και Αξιοπρέπεια στο αγαπημένο τους Σούλι, δεν επέτρεψε στους μοχθηρούς και μανιακούς Τουρκαλβανούς να μολύνουν τις άσπιλες ψυχές και τα αγνά τους σώματα!

Μα και η Φύση εκεί στη περιοχή της Βρεστενίτσας… Τι εξαίσια Θεέ μου! Εξαίσια και φοβερή μαζί! Λες και οι Σουλιώτες, καθώς από ένα μονοπάτι στην άκρη-άκρη μιας βραχώδους και χαώδους πλαγιάς του γραφικού χωριού έφτασαν κατάκοποι στην πίσω κι ακόμη παραπίσω απόμακρη, κατάφυτη κι απόκρυφη τούτη πλαγιά της Ιεράς Μονής Σέλτσου, έφεραν μαζί τους και τη δική τους μάνα Φύση! Όπως στο Σούλι σε σαγηνεύει η άγρια ομορφιά της με τα ατέλειωτα βράχια που λαμποκοπάν στον ήλιο, με τις περήφανες βουνοκορφές που ζώνουν γύρω-γύρω το εξωτικό τοπίο, με τις βαθιές χαράδρες που φτάνουν μέχρι κάτω στον βουερό Αχέροντα με τα ορμητικά και γάργαρα νερά του…

Ναι! όπως εκεί στο Σούλι σε συνεπαίρνει η γοητεία της με τις ξάστερες νύχτες που σε ανεβάζουν ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό, όπου νιώθεις πως αιωρείσαι βολτάροντας λίγο πιο κάτω απ’ το τεράστιο φεγγάρι και που μ’ ένα τόσο δα πήδημα το άγγιξες κιόλας… Όπως…, όπως στο Σούλι…, έτσι κι εδώ στο Σέλτσο. Ή κάπως έτσι: να κι εδώ ολοκάθετες κι απόκρημνες οι κορυφές των βουνών που υψώνονται μεγαλόπρεπα γύρω σου, να οι δασώδεις χαράδρες και τα φοβερά βάραθρα που το μάτι σου, όσο κι αν το παιδεύεις, αδυνατεί να αντικρύσει το ατέλειωτο βάθος τους…
Κι ενώ, ως ένα απλό ανθρώπινο όν σε κάνουν να νιώθεις τόσο μικρό κι αδύναμο -σαν το μυρμήγκι!- άλλο τόσο δυνατός κι ανίκητος σε στιγμές που κρίνεται η ύπαρξή σου από αιμοσταγείς εχθρούς! Αλήθεια, πόσο βαθιά και υψηλή σου χαρίζουν μεγαλόδωρα την αίσθηση της Ελευθερίας όταν αυτή κινδυνεύει από δολερά ανθρωποειδή! Είναι τόσο υψηλή που σου διώχνει κάθε φόβο να δώσεις μια και να ενωθείς με την ίδια τη μάνα σου Φύση και μαζί την Ελευθερία! Όπως έπραξαν στο Ζάλογγο, το ίδιο κι εδώ στο Σέλτσο. Στο «Δεύτερο Ζάλογγο»! Κι κείνος ο αέναος αχός των πλούσιων νερών του Αχελώου που ανεβαίνει μέσα απ’ τις αβυσσαλέες και βαθύσκιωτες χαράδρες…

Τούτη κι αν είναι αίσθηση βαθιά!: μέσα στην απέραντη γαλήνη που πλημμυρίζει εντός σου κι ολόγυρά σου, σε θαυμαστή συνέργεια με την ιερότητα που σε γεμίζει η Ιερά Μονή δίπλα σου -κτισμένη στα μακρινά Βυζαντινά χρόνια, στολισμένη σε όλο της το εσωτερικό με τοιχογραφίες «αχειροποίητες» (=που χέρι ανθρώπου δε δύναται να τις φιλοτεχνήσει!) και αφιερωμένη στα εννιάμερα της Παναγίας- νιώθεις πως ο αχός αυτός είναι ένα τραγούδι. Ένα «άσμα ασμάτων», που η αύρα του εξωτικού τούτου τοπίου το φέρνει στ’ αυτιά σου πότε σαν χοροπηδηχτό λιανοτράγουδο και πότε σαν βαρύ μοιρολόι.

Τι άλλο τότε να φαντάζει στον κάθε προσκυνητή του ιερού αυτού τόπου ο υπέρκοσμος αυτός αχός παρά πως είναι οι πάναγνες εκείνες ψυχές των Σουλιωτών ηρώων και ηρωίδων Σουλιωτισσών, των παιδιών, των μανάδων και παππούδων που λεν τραγούδια χαρωπά τη μια, την άλλη μοιρολόγια σεκλέτικα. Τραγουδούν και την ίδια στιγμή πετούν ανάερα και γύρω από τα ιερά κόκκαλα που βρίσκονται σπαρμένα για πάντα εκεί στον ευωδιαστό Παράδεισο του Σέλτσου!

O Βαγγέλης Τσιρώνης, είναι φιλόλογος και συγγραφέας




In this article

Join the Conversation