Ο γόρδιος δεσμός του ΟΠΕΚΕΠΕ που μετατρέπεται σε βρόγχο | Γράφει ο Θεόδωρος Χόβολος

Αποκαλύπτει περίτρανα το πελατειακό δίκτυο που σαρώνει τον αγροτικό χώρο

Όχι μόνο δεν έλυσε το γόρδιο δεσμό του ΟΠΕΚΕΠΕ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με την ξαφνική «καρατόμησή» του, αλλά η υπόθεση μετατρέπεται σε βρόγχο που σφίγγει όλο και περισσότερο γύρο από την κυβερνητική πλειοψηφία. Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ τροφοδοτεί σοβαρή κυβερνητική κρίση με το επιτελικό – σύγχρονο κράτος που ευαγγελίζονταν ο πρωθυπουργός να κάνει φτερά και να προβάλει μια δημοκρατία τύπου Μαυρογιαλούρου της δεκαετίας του 1960.

Η τριών χιλιάδων σελίδων δικογραφία, που απέστειλε στην Ελληνική Βουλή η ευρωπαϊκή εισαγγελία η οποία ερευνά το μεγάλο «φαγοπότι» των αγροτικών επιδοτήσεων στη χώρα, αποκαλύπτει περίτρανα το πελατειακό δίκτυο που σαρώνει τον αγροτικό χώρο.

Σε αντίθεση με την προσπάθεια κυβέρνησης και ΜΜΕ, που ήθελαν να εμφανίσουν, σαν αίτιους του σκανδάλου, κάποιους πονηρούς κτηνοτρόφους που εκμεταλλεύτηκαν ένα αδύνατο σημείο του συστήματος και να καρπώνονται παράνομα ευρωπαϊκές αγροτικές επιδοτήσεις, αποκαλύπτεται ένα καλά δομημένο και εξαιρετικά επιτυχημένο σύστημα, με ιεραρχική δομή και με στόχο την διεύρυνση της κομματικής «πελατείας» – κομματικής κυριαρχίας.

Όχι φυσικά άγνωστες πρακτικές του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αλλά τώρα είναι η ευρωπαϊκή εισαγγελία που βγάζει στη φόρα το «βαθέως κράτος» που δρα και καθορίζει τον αγροτικό χώρο, με εργαλεία τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες που διαχειρίζονται το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου (ΟΣΔΕ) και τα ιδιωτικά Κέντρα Υποδοχής Δηλώσεων (ΚΥΔ) ανά περιφέρεια. Όλο το δίκτυο, υπό την αυστηρή επιστασία του Υπουργείου και της Κυβέρνησης. Οι παραιτήσεις δύο πρώην υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης, τεσσάρων υφυπουργών του κυβερνητικού σχήματος και άλλων δύο υψηλόβαθμων κομματικών στελεχών, αυτό επιβεβαιώνουν.

Όσο και αν οι κυβερνητικοί ελιγμοί επιδιώξουν την απεμπλοκή από το νέο πολιτικό αδιέξοδο (τους ζήσαμε στο έγκλημα των Τεμπών και στο σκάνδαλο των υποκλοπών), όσο και αν η ασυλία του πολικού προσωπικού και των παρατρεχάμενων για τις όποιες παρανομίες είναι δεδομένη, όσο και αν βρεθούν «αποδιοπομπαίοι τράγοι» για την εκτόνωση του όλου θέματος, αυτό που γνωρίζει – συνειδητά η υποσυνείδητα – ο αγροτικός κόσμος αλλά και κάθε δημοκράτης, είναι ότι το ζήτημα της κατανομής των ευρωπαϊκών αγροτικών ενισχύσεων στη χώρα μας, δεν αποτελεί απλά έναν «γόρδιο δεσμό». Είναι ένας πραγματικός βρόγχος, που γίνεται ορατός λόγο της αυταρχικής και αλαζονικής κυβερνητικής πρακτικής, που στην πραγματικότητα περιδένει το σύνολο της αγροτικής παραγωγής και εν τέλει ολόκληρη την εθνική οικονομία.

Όμως αν δεν δούμε πίσω από το νέο σκάνδαλο, την ευρωπαϊκή πολιτική που εδώ και πάνω από μια δεκαετία σταμάτησε να πριμοδοτεί την παραγωγή και έχει μετατρέψει τις γεωργικές επιδοτήσεις σε καθαρά εισοδηματικό μέτρο˙ αν δεν διακρίνουμε στη νέα ΚΑΠ (2023-2027) την κάθετη πτώση των ευρωπαϊκών αγροτικών ενισχύσεων κατά 25 -30%, που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία αλλά και τις περεταίρω μειώσεις που θα φέρει η πολεμική οικονομία που έχει διακηρύξει η ΕΕ ̇ αν δεν υπολογίσουμε την ίδια την ανισοκατανομή των επιδοτήσεων που σύμφωνα με τις σαστίστηκες της ίδιας της ΕΕ, το 80% των ενισχύσεων πηγαίνει στο 20% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων ̇ τότε δεν θα βλέπουμε το δάσος αλλά μόνο το δέντρο.

Όλα τα παραπάνω βέβαια, αφορούν το σύνολο της ευρωπαϊκής αγροτιάς που βλέποντας την υποβάθμισή της, αντιδρά δυναμικά απ’ άκρη σε άκρη της ΕΕ. Η ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει τη χώρα μας είναι ότι ιστορικά, οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις δεν χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής και λύσης των σοβαρών διαθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, που εμφανίζονται και ξαναεμφανίζονται, αλλά η συντήρηση ενός μεταπρατικού συστήματος που έδινε πάντα προτεραιότητα στις εισαγωγές, όπως βεβαιώνουν τα διευρυμένα εμπορικά ελλείμματα του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου. Ενός μεταπρατικού συστήματος που μετά τις μνημονιακές αναδιαρθρώσεις βρίσκεται και αυτό σε αποδιάρθρωση, με σοβαρές επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή. Εδώ εδράζονται τα άκρως εκφυλιστικά φαινόμενα του ΟΠΕΚΕΠΕ, η έλλειψη της ελάχιστης βεβαιότητας των αγροτών για το πότε και πόσες ενισχύσεις δικαιούνται, οι κατευθυνόμενες διαρροές από το Υπουργείο για αλλαγές στις εφαρμοστικές διατάξεις που αφορούν την αγροτική παραγωγή.

Οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις έθρεψαν γενιές με την ψευδαίσθηση του ευρωπαϊκού μονόδρομου της «ευρωπαϊκής ευημερίας». Η συνεχόμενη και διερευνώμενη οικονομική κρίση, καταρρίπτει αυτές τις ψευδαισθήσεις και βάζει επιτακτικά το βιοποριστικό πρόβλημα της ελληνικής αγροτιάς και μαζί, της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, «επι τάπητα». Είναι ξεκάθαρο ότι η πολιτικές που ακολουθούνται κατ΄ επανάληψη από τις άρχουσες ηγεσίες είναι τριπλά επιζήμιες μιας και χτυπάνε την ίδια τη δυνατότητα του τόπου να παράγει, ρημάζει τον κοινωνικό ιστό της ελληνική υπαίθρου και επιφέρει τεράστια προστύμματα από την ΕΕ που επιμερίζεται στο σύνολο των εργαζομένων μέσω της φορολογίας – φοροληστείας.

Οι τελευταίες σκανδαλώδεις αποκαλύψεις, οι οποίες έρχονται από εξωγενείς ελεγκτικούς μηχανισμούς και όχι της εγχώριας διοίκησης, φανερώνουν το μέγεθος των στρεβλώσεων, της παρακμής και της σήψης που δυστυχώς αγαλλιάζει το σύνολο του αγροτικού χώρου. Είναι τα επιφαινόμενα μιας πολιτικής που οδηγεί στην απαξίωση του πρωτογενή τομέα και διαβρώνει τον αγροτικό κόσμο βυθίζοντάς τον στην ρεμούλα και τις πρακτικές ενός σάπιου πολιτικού συστήματος. Καμιά εξασφάλιση δεν μπορεί να παρέχει αυτό το πολιτικό κατεστημένο για την απαραίτητη διαφάνεια των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, που θα τις κρατά πάντα σαν δυνατό χαρτί χειραγώγησης του αγροτικού κόσμου.

Έτσι, όσες παραιτήσεις γαλάζιων ή «μαύρων» στελεχών και να γίνουν, η πολιτική της διάλυσης της αγροτικής παραγωγής, της ερημοποίηση της υπαίθρου και η στροφή σε μια αδιέξοδη οικονομία αποκλειστικά υπηρεσιών, συμφωνημένη από το σύνολο των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων της χώρας, θα συνεχιστεί. Το μόνο εμπόδιο που μπορεί να βρει είναι η οργάνωση και αντίσταση του αγροτικού κόσμου που το σύστημα τον προορίζει στο ρόλο της Ιφιγένειας, θυσία στο βωμό του εξαρτημένου και καχεκτικού ελληνικού καπιταλισμού.

In this article

Join the Conversation