Η ανακήρυξη της Παραμυθιάς με Προεδρικό Διάταγμα ως μαρτυρικής πόλης ήταν ένα δίκαιο αίτημα των κατοίκων της περιοχής και του δήμου, το οποίο έγινε τελικά πράξη.
Και αποτελεί επί της ουσίας μια βαθιά υπόκλιση καρδιάς προς τα θύματα των Γερμανών κατακτητών και των συνεργατών τους «Τσάμηδων».
Η αυλαία, με την εξέλιξη αυτή, δεν κλείνει, αλλά ανοίγει. Μορφές, που κάποτε υπήρξαν, ανεβαίνουν από το σκοτάδι της λησμονιάς κι έρχονται κοντά μας. «Ζωντανεύουν» νοερά ανθρώπινες μορφές.
Γεμίζει ο τόπος επιφωνήματα: «Οίμοι…». και κυριαρχεί η έκφραση της θυσίας, μέσα από την οποία το χρέος της ζωής προβάλλει καθαρό.
Δεν ήταν εύκολη η υλοποίηση αυτού του αιτήματος, αφού εκκρεμούσε επί πολλά χρόνια και χρειάστηκε να υποβληθεί ένας πλήρης φάκελος από την δημοτική αρχή Σουλίου, ο οποίος καταρτίστηκε με τη βοήθεια πολλών ανθρώπων, οι οποίοι με πάθος εργάστηκαν προς την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Αλλά θα πει κανείς που δεν γνωρίζει με ακρίβεια την ιστορία, γιατί η Παραμυθιά να ανακηρυχθεί σε μαρτυρικό χωριό;
Γιατί η Παραμυθιά στη διάρκεια της Κατοχής είχε πολλά θύματα από τους Γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους Αλβανοτσάμηδες.
Το αποκορύφωμα υπήρξε η εκτέλεση των 49 Προκρίτων. Αρχιτέκτονας της μεγάλης συμφοράς ο Μαζάρ Ντίνο, αρχηγός των μουσουλμανικών αποσπασμάτων.
Τη νύχτα της 27ης Σεπτεμβρίου 1943 αποσπάσματα ένοπλων μουσουλμάνων με επικεφαλής Γερμανό αξιωματικό συνέλαβαν δεκάδες άνδρες κάθε ηλικίας.
Η έναρξη των συλλήψεων δόθηκε με τη ρίψη φωτοβολίδων, ενώ ταυτόχρονα η πόλη βούιζε από τους θρήνους γυναικών και παιδιών.
Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στις υπόγειες αίθουσες του Δημοτικού Σχολείου. Σαν αιτιολογία προβάλλεται το γεγονός του φόνου έξι Γερμανών στρατιωτών στη θέση “Σκάλα” της Παραμυθιάς που τη φρουρούσαν αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. του λόχου Ποπόβου. Οι δυνάμεις κατοχής είχαν ήδη θυροκολλήσει από τις 17-9-1943 στο οίκημα που στεγάζονταν τα γραφεία της τότε Κοινότητας Παραμυθιάς ανακοίνωση στην οποία αναφερόταν ότι «…για κάθε δολοφονία ή τραυματισμό Γερμανού στρατιώτη θα εκτελούνται δέκα χριστιανοί Έλληνες από την Παραμυθιά και τα πέριξ χωριά…».
Ανάμεσα στους 49 ο παπα-Βαγγέλης Τσαμάτος και ο Γυμνασιάρχης Κων. Σιωμόπουλος.
Στις 28-9-1943 με την εποπτεία των Γερμανών, 35 πατριώτες κρατούμενοι από τα γύρω χωριά άνοιξαν στο χωράφι ιδιοκτησίας Τσαμάτου, στη θέση «Άγιος Γεώργιος» (όπου σήμερα το Ηρώο των πεσόντων), τους ομαδικούς τάφους.
Στις 29-9-1943 το χάραμα της μέρας, μεταφέρθηκαν στον προκαθορισμένο τόπο της εκτέλεσης οι μελλοθάνατοι φρουρούμενοι από μουσουλμάνους Τσάμηδες και λίγους Γερμανούς.
Ακολούθησαν σκηνές φρίκης. Πατέρας παρακαλούσε ν’ αφήσουν ελεύθερο το 16χρονο γιο του και ο γιος ικέτευε να σκοτώσουν αυτόν και να αφήσουν τον πατέρα να αναθρέψει τις μικρότερες αδελφές. Τελικά εκτελέσθηκαν πατέρας και γιος.
Άλλοι προσπάθησαν με γενναιότητα να αντισταθούν, αλλά χτυπήθηκαν από τις σφαίρες των μουσουλμάνων Τσάμηδων, που είχαν περιζώσει την περιοχή.
Ώρα 7 το πρωί το κροτάλισμα των πολυβόλων έσβησε το χαμόγελο των αγέρωχων ανδρών.
Η εκτέλεση τους ανακοινώθηκε αμέσως με έγγραφο του γερμανικού φρουραρχείου Παραμυθιάς που θυροκολλήθηκε στο οίκημα όπου στεγάζονταν τα γραφεία της τότε Κοινότητας Παραμυθιάς.
Το πνεύμα είναι ασίγαστο. Υπάρχει μια πνευματική αγρύπνια. Φωλιάζει μια ηχηρή απόδοση τιμής. Και φτερουγίζουν μέσα από τις ψυχές των εκτελεσθέντων καινούργιοι οραματισμοί. Και ακούγονται βήματα στην ψυχή, που πορεύονται στον ιδεατό κόσμο.