Οι ιστορίες της Βάβως | Ο φόβος και πείνα στην Παραμυθιά του εμφυλίου

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά

Τα χρόνια που δεν ξέχασα ποτέ ήταν τα χρόνια που παιδάκι τριών, πέντε ή επτά χρονών έτρεχα με τη μάνα μου και άλλες οικογένειες, να φύγουμε, να κρυφτούμε να μην πάρουν τα κορίτσια, να μην πάρουν τα αγόρια, να μην μας πάρουν.

Ποιος θα μας έπαιρνε; Τα αδέλφια μας, οι γείτονες μας, οι φίλοι μας. Τα παιδιά του οικοτροφείου που τα πήραν ένα βράδυ ήταν που έκανε το φόβο μεγαλύτερο.

Θυμάμαι ένα βράδυ μεσάνυχτα, όταν ακούστηκε φασαρία και οχλοβοή. Είμασταν εκπαιδευμένοι, τα παπούτσια τα σακάκια και πίσω από τη μαμά ή τη γιαγιά. Οι άντρες δεν ήταν στο σπίτι μας, ήταν από δω και από κει. Ο Σωκράτης, ο Αλέξης ο Θόδωρος από δω. Ο πατέρας, ο παππούς, ο Μήτσος από κει. Δεν έχει σημασία το από δω και το από εκεί. Ο θείος μου ο Σωκράτης έλεγε πως είναι από δω. Το ίδιο έλεγε και ο παππούς μου πως είναι από δω. Και όμως δεν ήταν στην ίδια μεριά.

Μια βραδιά, ξυπνήσαμε μες τα μαύρα σκοτάδια όπως πολλές φορές. Τα κορίτσια ήταν στα Γιάννενα οι άντρες στον αγώνα και μεις τρέμαμε κάθε βράδυ αν θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε ή πάλι θα τρέχαμε στα χαντάκια ή στο ποτάμι να κρυφτούμε να περάσει η μπόρα. Είχαμε και μια μεγάλη γούρνα κάτω από τα ξύλα του φούρνου που αν έμπαιναν στην πόλη οι άντάρτες και δεν προλάβαιναν οι άντρες να φύγουν να κρύβουνταν κάτω από τις ασφάκες και τα πουρνάρια.

Ένα βράδυ λοιπόν τρομαγμένοι πήραμε τα σακκάκια μας τα παπούτσια μας και ένα τσούρμο γυναικόπαιδα πήραμε το ρόμο της φυγής. Ήμουν τότε έξη περίπου χρονών. Ο αδελφός μου ο Δημήτρης ήταν τεσσάρων και ο Φάνης δύο περίπου. Τρέχαμε με την ψυχή στο στόμα, η μάνα μου είχε αγκαλιά τον μικρό, η γιαγιά μου τον Δημήτρη και γω κράταγα πότε τη φούστα της μιας και πότε τη φούστε της άλλης.

Κάποτε ψόφιοι από το φόβο και την κούραση φτάσαμε σε ένα χωριό. Εκεί μας βρήκε ένα στρατιωτικό όχημα και θα μας πήγαινε στην Ηγουμενίτσα. Έπρεπε όμως να κανονίσουν, δεν γνωρίζω τι, και μετά να μας παν. Είπαν λοιπόν περιμένετε και σε λίγο φεύγουμε. Χάραξε για τα καλά η μέρα, και μεις πεινάσαμε, μαμά πεινάμε, θέλουμε να φάμε, μα τι να φάμε σε ένα μικρό χωριό που δεν μας άνοιξαν καθόλου την πόρτα;

Πήγε η μάνα μας ακούγοντας τον μικρό να κλαίει να ζητήσει λίγο ψωμι. Καμιά πόρτα δεν άνοιξε και όποια άνοιξε μας είπαν πως δεν έχουμε ούτε τρίμμα. Ρώτησε η μάνα μας τα φανταράκια αν έχουν να μας δώσουν λίγο ψωμί για το μικρό που έκλαιγε και γω θύμωσα που δεν ζήτησε και για μας.

Και γω πεινάω της είπα θυμωμένη. Με πήρε αγκαλιά ο φαντάρος και μου είπε και συ θα φας μόλις φτάσουμε στη θάλασσα που έχει ψάρια που είναι όμορφη. Και χάρηκα που θα φάω και γω στη θάλασσα που έχει ψάρια.

Θα σας δώσουμε στην Ηγουμενίτσα της είπε ο ένας που έκανε κουμάντο στον ασύρματο. Κυρία δεν έχουμε τίποτε ούτε μια γαλέτα.

Η μάνα μου μη μπορώντας να ακούει το μωρό να κλαίει πήγε και χτύπησε την πόρτα σε ένα σπίτι και είπε σας παρακαλώ έχω τρία μικρά παιδιά που μπορώ να αγοράσω ψωμί;

Δεν έχουμε να φάμε κυρά μου, που να βρούμε να μοιράσουμε;
Από το σπίτι ακούστηκε μια φωνή:
– ένα ψωμί μια λίρα,
– εντάξει είπε η μάνα μου να πάω να μου δώσει η πεθερά μου αν έχει.

Έκανε στην άκρη πίσω από ένα σπίτι φώναξε τη γιαγιά και γύρισε να πάρει το ψωμί, ένα καρβέλι μια χρυσή λίρα Αγγλίας που έκανε δέκα πέντε δραχμές όσο τρεις οκάδες αλεύρι μαζί και μια οκά λάδι και ακόμη μαζί τρεις οκάδες καλαμπόκι. Ήταν πολλά λεφτά η λίρα Αγγλίας.

Πήρε το ψωμί έδωσε τη λίρα έβγαλε η γιαγιά το μαυρομάνικό σουγιά της και προσπάθησε να κόψει το ψωμί πέτρα αν έκοβες μπορεί να ήταν και ευκολότερα. Μας έδωσαν οι φαντάροι δυο κύπελα, βάλαμε νερό και προσπαθήσαμε να φάμε το ψωμί, που δεν τρώγονταν με τίποτε. Κάναμε κάθε προσπάθεια και η πείνα μας καταλάγιασε μασώντας τρίμματα και νερό.

Ύστερα οι στρατιώτες μας είπαν, σε λίγο θα φύγουμε. Και φύγαμε. Φτάσαμε στην Ηγουμενίτσα τότε ήταν ένα μίκρό ψαροχώρι που είχε πρόβλημα με το νερό. Το νερό δεν ήταν μόνο γλυφό όπως μας είπαν, ήθελε και βράσιμο για να το πιούμε.

Αυτό ήταν εύκολο μαζεύαμε εμείς τσακνάκια είχε κάνει η γιαγιά μια εστία φωτιάς με χώμα και πέτρες και κει σε ένα μισοντένεκο βράζαμε το νερό ή το φα’ι’ μας.

Υπήρχε ένα σπίτι για τον ύπνο, τα άτομα πολλά και μεις μικρά παιδιά. Δίπλα στο σπίτι ήταν μια κούρμπα με ένα δέντρο. Το σκούπισε η γιαγιά με ένα κλαδί ζελενιάς και μας έστρωσε κουβέρτες να κοιμηθούμε. Τις κουβέρτες και τις γαλέτες ακόμα και το ψωμί μας τις δώσανε, δεν γνωρίζω ποιος.

Μια μέρα η μάνα μας έφυγε με ένα στρατιωτικό για τις Φιλιάτες. Εκεί ήταν ο πατέρας μας φαντάρος γεροσοφούλης έτσι τους λέγανε.

Γύρισε η μάνα μας πάλι με το στρατιωτικό και είπε στη γιαγιά μου. Παραδίνουμε τα πράγματα στους υπευθύνους και φεύγουμε για την Παραμυθιά.

Ύστερα είπε σε όλους, εγώ έχω μικρά παιδιά θα φύγω με ένα στρατιωτικό για την Παραμυθιά, όποιος θέλει μπορεί να έρθει μαζί μας. Πολλοί λίγοι γύρισαν μαζύ μας οι πιο πολύ έμειναν. Ήταν ο φόβος ήταν που δεν άντεχαν να φεύγουν κάθε τόσο τρέχοντας δεν μπορώ να σας πω.

Εκείνη την ημέρα η μάνα μας έβαλε να μας βράσει στο ντενεκέ μακαρόνια που της δώσανε από το στρατό. Μόλις είδε ο μικρός τα μακαρόνια και πριν τον πάρουμε χαμπάρι έβαλε χέρι του μέσα στο καυτό βραστό νερό να βγάλει να φάει μακαρόνια.

Κατακάηκε το μικρό χεράκι και η μάνα μας έτρεξε να δει αν υπάρχει γιατρός. Βρήκε γιατρό που αφού καθάρισε το χέρι του παιδιού του έβαλε επάνω μουρουνόλαδο που βρώμαγε και κάτι σαν ταλκ.
Με το στρατιωτικό όχημα ήρθαμε στην πόλη μας. Το χεράκι του παιδού το ανέλαβε ο γιατρός, δεν θυμάμαι ποιος, και όλα πήγαν καλά.

Και αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη αγαπάει και το νοικοκύρη. Ύστερα απο κανα δυο μήνες ήρθε μια μπουμπουλωμένη γυναίκα στο σπίτι μας και ζήταγε το δάσκαλο. Ο πατέρας είχε απολυθεί και μοίραζε τα ρούχα τα τρόφημα και κάποια επιδόματα. Έγραφαν οι δάσκαλοι τα ονόματα τα διασταύρωναν όσο μπορούσαν και έδιναν ότι έπρεπε να δώσουν.

Η Μητρόπολη με τους παπάδες και οι δάσκαλοι έκαναν χρέη λογιστών του κράτους.

Η μάνα μου παρακολουθούσε από μακριά τη γυναίκα και δεν μιλούσε. Όταν ο πατέρας της είπε να περάσει με τον άντρα της, βγήκε η μάνα μου και είπε η γυναίκα αυτή έχει το σπίτι της και τα καλά της, τίποτε δεν έπαθαν και στο σπίτι τους μένουν στο τάδε χωριό και δεν έχασαν τίποτε ούτε ξετωρνιάστηκαν. Πήγαινε μέσα Βιργινία της είπε αυστηρά ο πατέρας μου.

Πουλάνε Βασίλη μου ψωμί κιόλας, μια λίρα το καρβέλι το σκυλόψωμο για το καλό δεν ξέρω πόσο το πουλάνε.

Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι και έφυγε. Ο πατέρας μάλωσε τη μάνα μου που έβαλε θέμα προσωπικό σε κάτι που δεν την αφορούσε και σε κάτι που εκείνος με την επιτροπή θα έκρινε.

Περάσαμε πολλές τέτοιες λαχτάρες, πολλές φορές κοιμηθήκαμε κάτω από γιοφύρια και σε κουφάλες από πλατάνια.

Αυτό ας γίνει μάθημα σε όλους μας, να μην υπάρχουν φανατισμοί και αγριότητες. Η Δημοκρατία και η δικαιοσύνη πρέπει να είναι καθημερινά, οδηγός μας.
Και κάτι ακόμα, στη γενιά μας, αυτά δεν έγινα μάθημα και συνεχίσαμε από κόκκινοι μαύροι γίναμε πράσινοι μπλε και τώρα μπλε και ροζ. Ψηφίζουμε ότι νομίζουμε πως συμφέρει τον τόπο μας. Και δεν ξεχνάμε είμαστε αδέλφια ρε παιδιά, είμαστε αδέλφια.

Φωτογραφία αρχείου

* H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. 




In this article

Join the Conversation