Οι ιστορίες της Βάβως | Ανύπαντρη η Τσούπρα… Μάγια θα της έχουν κάνει…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Βράδια καλοκαιριού στη Παραμυθιά. Τότε στα τέλη του 50… Καλοκαίρι σούρουπο, μετά από μια μέρα κόπου, να μαζεύουν τα φασόλια λίγα λίγα να τα βάζουν σε ένα παλιοκρέβατο να στεγνώσουν, να ποτίσουν τα κηπάρια τους να μαζέψουν τα περισσότερα λαχανικά ή να τα δώσουν σε κάποια που δεν είχε η να τα βάλουν σιγά σιγά για τουρσί ή να τα κρεμάσουν στα κατώγια για το Χειμώνα ή να τα κρεμάσουν να ξεραθούν πάλι για το χειμώνα.

Τις ντομάτες τις έκαναν πελτέ τα φασολάκια που περίσσευαν να τα περάσουν σε κλωστές για το Χειμώνα σαν μεγάλους κολιέδες. Το ίδιο και τις πιπεριές που ήταν για πιπέρι γλυκό ή για τις μελιτζάνες φέτες φέτες.

Καθισμένες στα κούτσουρα ή στα σκαλοπάτια, έλεγαν τις χαρές και τους καημούς τους. Μέρες τώρα η Ρήνα ήταν σκεφτική.

– Τι έχεις μωρή;
– Ότι και να έχω δεν λύνεται.
– Μονάχα ο χάρος δεν αλλάζει όλα τα άλλα γίνονται
– Τι να σας πω τσουπρούλες μου, [ήταν όλες μεγάλες με μεγάλα παιδιά] τι να σας πω τι να σας μολογήσω.
– Τι Φτέλω μου την ξέρετε, όμορφη είναι δουλευτάρα είναι, και λίγη προίκα έχει έγινε είκοσι χρονών και δεν τη χάλεψε κανένας, σκάω από το κακό μου. Είπαμαν με τον αφέντη, [τον παππού του σπιτιού ] πως το τσουπρί μας το έχουν μαγεμένο.
-Πες μωρ Χρίσταινα στη Βέργω εσένα σε ακούει να λύσει τα μάγια της τσούπρας και γω κάτι θα της δώκω.
– Αυτή δε παίρνει λεφτά γιατί μετά δεν θα της πιάνουν.

Βράδιασε κι ακόμα η κουβέντα ήταν στα μάγια και με ποιο τρόπο θα έκαναν τη Βέργω να τα λύσει

– Γιατί δεν πας αλλού;
– Πήγα μα δεν έγινε τίποτε, αυτή ξέρει δεν είδες που έσωσε το παιδί του Κώστα προχθές.
– Άμα ήξερε είπε μια μικρότερη θα έκανε δικά της μάγια να πιάκει το λαχείο συντακτών.
– Τα μάγια δεν πιάνουν για λεφτά κρίμα ξέρεις και γράμματα…

Την άλλη μέρα να η Χρισταινα για καφέ στη Βιργινία. Ήπιαν τον καφέ και μετά τον είπαν.

– Πα πα πα, όλα μου τα βρήκες μωρή.
– Δε στα βρήκα εγώ, το φλιτζάνι τα γράφει.
-Τότε να έρθει και η Ρήνα να της πεις το φλιτζάνι να της πεις και για την τσούπρα ολόκληρος γιατρός δε έκανε καλά το παιδί και το έκανες εσύ.
-Πήρε ύφος σπουδαίο, τι λες εδώ παίζεται η φήμη της σαν η καλύτερη φλυτζανού της γειτονιάς.
– Ας έρθει όμως μπορεί να την έχουν την κοπέλα δεμένη πολύ καλά.

Τρέχει να το πει στη φιλενάδα της.
-Ρήνα μου αδερφοπτή μου τα κατάφερα.
-Την Παρασκευή μη πιεις καφέ θα πας να τον πιεις στη Βέργω άντε μωρή πάλι εγώ μεσάζοντας.
-Ας γίνει η δουλειά και θα έρθω να σου υφάνω ένα φύλλο δίμητο.
-Ας γένει κάτι με την τσούπρα και γω θα σου κάνω στον αργαλειό ένα βιλάρι κουρελού μεγάλο για γύρω από το τζάκι.
-Εγώ θα κάνω στην τσούπρα και προσκέφαλα κεντημένα στον αργαλειό με τριαντάφυλλα.

Πήγε την Παρασκευή η μάνα ήπιε τον καφέ και περίμενε τα χαμπέρια.
– Δεν δείχνει μάγια, η τσούπρα θα παντρευτεί σε τρία δεν μπορώ να σου πω μήνες είναι ή χρόνια.
– Με γελάς, εγώ ξέρω πως η τσούπρα είναι μαγεμένη και πως εσύ μπορείς να λύσεις τα μάγια.
– Τι να κάνει η άλλη της λέει έχω ένα φάρμακο που πρέπει να πας να το ρίξεις στο ιερό πίσω από τρεις εκκλησιές και θα λες την ευχή που σου έγραψα και δεν θα την πεις πουθενά.

Της έδωσε το μπουκάλι με τον αγιασμό. Της έδωσε και το χαρτί με το πάτερ ήμων και μια ευχή που την ήξερε από τη μάνα της. Πήγε η άλλη, τον έριξε πίσω από την εκκλησιά είπε τα πάτερ ήμων και την ευχή, έκαψε και το χαρτί όπως της είπε και ύστερα από λίγες μέρες ήρθε αυτό που πρέπει να ρίξει στο σταυροδρόμι.
– Το έκανες σωστά το άλλο;
– Να σου πω, το πάτερ ημών απ έξω, την ευχή από μέσα και έκαψα και το χαρτί.
– Περίμενε, ωχ εδώ παίζονταν η φήμη της… ότι ήταν η καλύτερη.
Βάζει σε ένα μπουκάλι νερό ρίχνει και λίγο στουπέτσι και της λέει και κει να πει τρεις φορές το πάτερ ημών και σα μάνα ότι ζητάει από το Θεό..
– Άκου θα πάρεις και τρία φορέματα καλά της κοπέλας θα στα ράψει η Γιωργίτσα και κάθε Σάββατο στη βόλτα.
– Μετά το τρίτο Σάββατο θα στη χαλέψουν.

Έτσι και έκανε…
Πήγε στο κομμωτήριο και τη χάλεψε αυτός που τα είχαν ψιλοπεί γιατί φοβήθηκε, μόλις την είδε στολισμένη και στη βόλτα μη τη δώσουν αλλού. Και κάθε βδομάδα η Ρήνα πήγαινε με πεσκέσι μια λαχανόπιτα στη Βέργω που της πάντρεψε το τσουπρί της. Και όπου στέκουνταν μολόγαγε πως και τι.

Έτσι η φήμη της μιας μεγάλωνε και από στόμα σε στόμα πήγαινε και έξω από την πόλη μας.

Με τούτα ζούσε η πόλη μας και μη τολμήσει να μου πει κανένας πως τότε ήταν αγράμματος ο κόσμος. Ξέρετε πόσοι εγγράμματοι έρχονταν και πόσοι πίστευαν σε τούτα όλα, πολλοί πάρα πολλοί. Ακόμα και τώρα τρέχουν όλων των στρωμάτων οι άνθρωποι σε τούτα τα πράγματα. Και αυτό γιατί μέσα στην πίστη μας έχουν μπει και αρχαίες δοξασίες.

Κάθε που σφάζουν αρνάκι κοιτάν την πλάτη του και βλέπουν το μέλλον της οικογένειας του κράτους ακόμα και αν γίνει πόλεμος.
Αρχαία μαντεία…

Διαβάστε όλες τις ιστορίες της Βάβως, από εδώ.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation